Μπορεί να σοκάρω τους λάτρεις του δόγματος: «κύπελλο εμείς ή κανείς», αλλά σε έναν τελικό υπάρχουν πάντα δύο ενδεχόμενα: 1. Να τον κερδίσεις. 2. Να τον χάσεις.
Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία στο τέλος της ημέρας, είναι να φύγεις από το γήπεδο καλύτερα από ότι όταν μπήκες σε αυτό. Να φύγεις γεμάτος, ολοκληρωμένος, να τρεκλίζεις, να σέρνεσαι. Να νιώθεις ότι έδωσες ότι είχες και δεν είχες, ότι παρέδωσες πνεύμα, ότι τα ΄παιξες. Και να νιώθεις το ίδιο και για τον διπλανό σου. Τον συμπαίκτη σου. Αυτόν που έμεινε στον πάγκο. Τον προπονητή σου. Το τεχνικό τιμ. Τους γυμναστές. Τους φροντιστές. Να ξέρεις ότι έκλεισε η φωνή τους, μούδιασε το κορμί τους, διαλύθηκε το «είναι» τους από την υπερπροσπάθεια.
Αυτό είναι ένας τελικός. Η υπέρβαση. Η αίσθηση της αποστολής. Του κοινού σκοπού. Της ιερής προσήλωσης. Του «εμείς».
Αυτό το «εμείς» δεν είναι μία αφηρημένη γενική έννοια. Έχει όρους, κανόνες και συνέχεια. Σφυρηλατείται κάθε μέρα, ατσαλώνει και μορφοποιείται σε κάθε προπόνηση, σε κάθε αγώνα, σε κάθε ταξίδι.
Ο παλιότερος όλων εκεί μέσα, ξέρει ότι το «εμείς» θέλει πάντα μία υπενθύμιση. Μία αφύπνιση.
Το τραπέζωμα από τον Αντρέ Βιεϊρίνια για κάποιους μοιάζει ένα απλό ντερλίκωμα, μία υποχρέωση, ένα γεύμα για τα μάτια του κόσμου, μα δεν είναι έτσι. Ο «παλιός» ξέρει ότι ένας τέτοιος μυστικός δείπνος είναι πολύ σημαντικότερος από δέκα ώρες τακτικής ομιλίας κι από χιλιόμετρα προπόνησης στο γήπεδο.
Μεταξύ τύρου κι αχλάδου, η γλώσσα πάντα λύνεται. Στην επιφάνεια βγαίνουν αλήθειες που υποφώσκουν και χάνονται στην καθημερινή ρουτίνα. Παρεξηγήσεις λύνονται, εντάσεις αποκλιμακώνονται και σκιές εξαφανίζονται.
Το «εμείς» μπαίνει ξανά μπροστά από το «εγώ», αν δεν είσαι πρώτα παρέα, είναι δύσκολο να γίνεις (καλή) ομάδα.