Το ιδιοφυές μυαλό του Χόρχε Σαμπαόλι είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον ΠΑΟΚ. Και για την Μαρσέιγ! Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Στα χέρια του μπορείς να διαβάσεις ολόκληρη την ζωή του, να μάθεις αυτά που θέλεις για αυτόν. Πίσω από το αριστερό του μπράτσο είναι οι αποτυπωμένος ο αγαπημένος του στίχος από το κομμάτι Prohibido από την αγαπημένη του ροκ μπάντα (Callejeros), την οποία λατρεύει: «No escucho y sigo, porque mucho de lo que está prohibido me hace feliz».
Δεν ακούω τίποτα και συνεχίζω. Γιατί πολλά από αυτά που είναι απαγορευμένα με κάνουν χαρούμενο.
Δεν ακούει τίποτα και κανέναν. Αν άκουγε, θα ήταν ακόμα ένας τραπεζικός κλητήρας στην πόλη Κασίλδα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Δεν θα είχε κάνει το πάθος του, επάγγελμα. Αν καθόταν να ακούει τον κάθε ένα, θα έπρεπε να τα έχει παρατήσει. Τα τελευταία 20 χρόνια έχει αλλάξει 13 ομάδες. Που σημαίνει 13 διαζύγια, πολλές απολύσεις, εντάσεις, τσακωμοί, έριδες, πίκρες.
Στον πήχη του αριστερού του χεριού είναι γραμμένη ολόκληρη η φιλοσοφία του για το παιχνίδι. Για την ζωή: «No se vive celebrando victorias, sino superando derrotas».
Δεν ζεις, πανηγυρίζοντας νίκες, αλλά ξεπερνώντας ήττες.
Το πρώτο του επαγγελματικό παιχνίδι ως προπονητής δεν πρόκειται να το ξεχάσει ποτέ. Για να βρει δουλειά, μετανάστευσε στο Περού, στην χώρα του έμοιαζε κάτι σαν παρατράγουδο των μικρών κατηγοριών.
Αντίπαλος η πανίσχυρη Ουνιβερσιτάριο, εκείνος στον πάγκο της ταπεινής Χουάν Άουριτς. Κέρδιζε 1-0 μέχρι το 88ο λεπτό. Έχασε τελικά με 2-1. Οκτώ παιχνίδια αργότερα έμεινε άνεργος!
Έκτοτε, κατάλαβε ότι μόνο οι ήττες, οι σφαλιάρες, τα χαστούκια είναι αυτές που σε οδηγούν στην βαθιά ενδοσκόπηση και στην αυτοβελτίωση. Γι’ αυτό και πολύ σπάνια θα τον δει κανείς να πανηγυρίζει σε γκολ. Το ίδιο και μετά από νίκες.
Είναι επαγγελματίας, ζει στον σκληρό και αδυσώπητο κόσμο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Βιοπορίζεται, θρέφεται και ζει από αυτό και μέσα σε αυτό. Κι όμως! Η αγαπημένη του λέξη αναφορικά με το ποδόσφαιρο είναι «amateurismo». Ερασιτεχνισμός.
Αυτό ζητά κάθε μέρα από τους παίκτες του. Να είναι όσο πιο πολύ επαγγελματίες, αλλά και ταυτόχρονα όσο πιο ερασιτέχνες γίνεται. Να μην χάσουν ποτέ αυτό το ένστικτο της παιδικότητας, της αλάνας, της χαράς, της διασκέδασης, της ελευθερίας. Ναι, είναι δουλειά. Είναι επάγγελμα. Είναι αποτέλεσμα. Μα, πάνω από όλα παραμένει παιχνίδι. Και το παιχνίδι το ευχαριστιέσαι, μόνο όταν αφήνεσαι στα αυθεντικά ένστικτα του πρώτου κεραυνοβόλου έρωτα με την μπάλα.
Πολλές φορές διηγείται μία ανέκδοτη ιστορία με εκείνον πρωταγωνιστή. Ένα κάταγμα κνήμης – περόνης που είχε σμπαραλιάσει το πόδι του παίζοντας για τις ακαδημίες της Νιούελς, τον ανάγκασε να αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο σε ηλικία μόλις 19 ετών. Το μεράκι του έγινε η προπονητική, εκεί έβγαζε τον αληθινό του εαυτό, όχι εκείνον που ασφυκτιούσε το «λευκό κολάρο» του τραπεζικού κλητήρα.
Στην τοπική Αλούμνι ντε Κασίλδα ένιωθε ένας μικρός Μενότι, ένας μικρός Μπιέλσα. Φώναζε, ούρλιαζε, χτυπιόταν, ανέλυε περίπλοκες τακτικές του σκέψεις, σε παίκτες χωρίς κανένα υπόβαθρο. Σε ένα από τα παιχνίδια, ο διαιτητής δεν αντέχει άλλο και τον αποβάλλει.