Η δικαιολογία είναι η μητέρα της αποτυχίας. Αν την έχεις έτοιμη στο μυαλό σου δεν χρειάζεται καν να παίξεις, έχεις ήδη ηττηθεί πνευματικά.
Η δικαιολογία ήταν εκεί, πάντα. Έτοιμη. Βολική. Είτε σε πραγματικό είτε σε φαντασιακό υπόβαθρο ήταν εκεί για να «βραχυκυκλώνει» τον ΠΑΟΚ σε κάθε τελικό.
Το κατεστημένο. Η έδρα. Η διαιτησία. Η ατυχία. Η κατάρα. Οι απουσίες. Η κακή βραδιά. Η παράδοση. Πάντα κάτι υπήρχε, άλλοτε ως πραγματικότητα κι άλλοτε ως φάρσα.
Ιστορικά, δημιουργήθηκε μία συνθήκη τρόμου. Ο ΠΑΟΚ έμαθε να ζει από τις τραγωδίες του. Άρχισε να ζει για να… «αυτοκτονεί». Να ζει για να αποτυγχάνει.
Να ζει για να περιμένει πάντα το χειρότερο, το πιο ακραίο, το πιο διαστροφικό σενάριο και να κάνει ό,τι μπορεί για να δημιουργήσει μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Μέχρι εκείνον τον τελικό του Βόλου, ο ΠΑΟΚ μετρούσε 4 στους 17 κερδισμένους τελικούς Κυπέλλου!
Επαναλαμβάνω και ολογράφως: τέσσερις στους δέκα-επτά!
Η λέξη «τελικός» έφερνε σχεδόν πάντα κρύο ιδρώτα και τρέμουλο. Διότι δεν ήταν μόνο η μπάλα.