Το σύμπαν συνωμότησε ώστε η σχέση του Γιώργου Κούτσια με τον ΠΑΟΚ να πάρει μία δεύτερη ευκαιρία. Είναι κάτι σαν… τώρα ή ποτέ. Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Δεν ξέρω τι θα έκανα αν έβγαζα εκατό χιλιάρικα+ ετησίως στα 16 μου. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Ας κάνει ο καθένας την ίδια ερώτηση στον εαυτό του, αν σε αυτή την ηλικία θα μπορούσε να συγκρατήσει το μυαλό μέσα στο κεφάλι του. Μπορεί, ναι. Αλλά, μπορεί και… όχι.
Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ήμουν 16 και όλοι με χαρακτήριζαν παιδί-θαύμα. Μπορεί να έσκυβα το κεφάλι κάτω και να δούλευα πιο σκληρά. Μπορεί όμως και να την… ψώνιζα. Ας κάνει ο καθένας την ενδοσκόπηση του και απαντήσει με ειλικρίνεια για τον εαυτό του. Στα 16 του αίμα βράζει και οι ορμόνες χορεύουν μέσα σου.
Ο Γιώργος Κούτσιας είναι ένα χαρισματικό παιδί. Ένα παιδί με Θεόσταλτο, ευλογημένο ταλέντο. Ένα παιδί που από μικρό ξεχώριζε σαν την μύγα μεσ’ το γάλα. Κατά βάθος, όμως, ένα παιδί. Με ότι καλό και κακό συνεπάγεται αυτό.
Το ταλέντο είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο. Από μόνο του, όμως, δεν σε οδηγεί πουθενά. Για να περάσεις στο επόμενο επίπεδο, για να γίνεις και να θεωρείσαι κανονικός επαγγελματίας χρειάζονται εκατό πράγματα ακόμα, ως γαρνιτούρα.
Προσωπικότητα. Μυαλό. Δουλειά. Ταπεινότητα. Υπομονή. Οξυδέρκεια. Θυσίες. Περιβάλλον. Πρόγραμμα. Πλάνο. Πειθαρχία. Σεβασμός. Ειλικρίνεια. Πίστη. Αυτοκριτική. Τύχη, φυσικά θέλει και τύχη.
Αν τα έχεις όλα αυτά, θα παίξεις, ακόμα κι αν μην είσαι το μεγάλο ταλέντο. Δίχως αυτά τα συνοδευτικά, κινδυνεύεις να το χαραμίσεις πριν καν προλάβεις να καταλάβεις τι έγινε. Ο χρόνος -ειδικά για τους αθλητές- κυλά πιο γρήγορα, είναι αμείλικτος.
Ο Γιώργος Κούτσιας τα έζησε όλα πολύ γρήγορα, ακούγεται αστείο ότι ενηλικιώθηκε στις αρχές Φλεβάρη. Στα 16 του έπαιζε ομίλους Europa League, o νεαρότερος παίκτης στην ιστορία του ΠΑΟΚ που έπαιξε ευρωπαϊκό ματς με την φανέλα του. Ήθελε τον κόσμο στα πόδια του και τον ήθελε, άμεσα. Λογικό.
Μόνο στην πορεία έπαθε ότι και οι πιλότοι: βέρτιγκο. Έκανε το πιο συνηθισμένο, μα και πλέον ολέθριο, σφάλμα για έναν αθλητή. Άρχισε να νοιάζεται πιο πολύ για το πίσω μέρος της φανέλας και όχι για το μπροστά. Γι’ αυτό που γράφει στην πλάτη -το όνομα του δηλαδή- και όχι για το έμβλημα στο στήθος και ότι πρεσβεύει αυτό.
Άρχισε να βλέπει φαντάσματα και φανταστικούς εχθρούς. Έχασε την υπομονή του. Έχασε την προσήλωση του. Ένιωθε πως έπρεπε να αποδείξει -μα δεν χρειαζόταν. Δεν είχε τίποτα να αποδείξει σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό του, ήταν μαθηματικά βέβαιο πως ώρα του ζύγωνε. Απλώς, εκείνος δεν το αντιλαμβανόταν.
Τα παιδιά είναι ανυπόμονα. Δεν δέχονται την λέξη «όχι». Ούτε την λέξη «μετά». Οι επιθυμίες τους είναι έντονες, ασίγαστες, ανεξέλεγκτες. Είναι δύσκολο να τιθασεύουν το «εγώ» κάτω από το «εμείς», αμφισβητούν τους πάντες και τα πάντα, συχνά με αυτοκαταστροφικό αποτέλεσμα.