Την ημέρα μνήμης της για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής τιμά ο ΠΑΟΚ, με τον «ασπρόμαυρο» ΑΣ να παρουσιάζει τα ιστορικά γεγονότα, μέσω της επίσημης του ιστοσελίδας.
Αναλυτικά τα όσα αναφέρει σε αυτή:
«Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής είναι ο ιστορικός όρος που αναφέρεται στη συστηματική εξόντωση των αυτοχθόνων Ελλήνων (Ρωμιών) υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1923). Η Γενοκτονία υποκινήθηκε από δύο διαδοχικές κυβερνήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: 1) την «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» (İttihad ve Terakki Cemiyeti), που απαρτιζόταν από τους γνωστούς και ως Νεότουρκους (Genç Türkler), και 2) το Τουρκικό Εθνικό Κίνημα (Türk Ulusal Hareketi) υπό τη διοίκηση του Μουσταφά Κεμάλ.
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής εξόντωσης περιλάμβανε σφαγές, αναγκαστικές απελάσεις και πορείες θανάτου, μποϊκοτάζ, βιασμούς, αναγκαστικό προσηλυτισμό στο Ισλάμ, στρατολόγηση σε τάγματα εργασίας, αυθαίρετες εκτελέσεις και καταστροφές χριστιανικών ορθόδοξων πολιτιστικών, ιστορικών και θρησκευτικών μνημείων. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της Ελληνικής Γενοκτονίας υπολογίζεται ότι ανέρχεται περίπου στις 1.000.000-1.500.000 ψυχές.
Η πολιτική εξόντωσης των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησε το 1914 από την Ανατολική Θράκη, από την οποία πολλές ελληνικές κοινότητες εκδιώχθηκαν βίαια και εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Άλλα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την εκδίωξη των εκεί Ελλήνων ήταν το μποϊκοτάζ κατά των ελληνικών επιχειρήσεων, οι δολοφονίες, η βαριά φορολογία, η αρπαγή περιουσιών και η απαγόρευση εργασίας στα εδάφη αυτά.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1914 πραγματοποιήθηκε εθνοκάθαρση των Ελλήνων κατά μήκος της δυτικής ακτογραμμής της Μικράς Ασίας. Αυτές οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Ανατολικής Θράκης, σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, χρησιμοποιώντας κρατικές και παρακρατικές στρατιωτικές δυνάμεις, όπως τα μέλη της παραστρατιωτικής Teşkilât-ı Mahsusa.
Μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ελληνικής καταγωγής άνδρες ηλικίας 21-45 ετών στρατολογήθηκαν βίαια σε Τάγματα Εργασίας (Amele Taburları), η πλειονότητά των οποίων χάθηκε υπό φρικτές συνθήκες κατά τη διάρκεια σκληρών εργασιών, συντηρούμενοι επί μακρόν με ελάχιστο φαγητό ή νερό. Στις αρχές του 1915, υπό την καθοδήγηση γερμανικού στρατιωτικού προσωπικού, η «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» εκτόπισε πολλές ελληνικές κοινότητες υπό το πρόσχημα της εφαρμογής έκτακτων στρατιωτικών αναγκών. Οι εκτοπισμένοι δεν επιτρεπόταν να πάρουν τίποτε μαζί τους, ενώ τα αγαθά από τα καταστήματά τους σε πολλές περιπτώσεις πωλήθηκαν από τις οθωμανικές αρχές.
Μετά τον εκτοπισμό στο εσωτερικό και σε μουσουλμανικά χωριά, οι εκτοπισμένοι αναγκάζονταν συχνά να επιλέξουν μεταξύ Ισλάμ και θανάτου. Στις περισσότερες περιπτώσεις -πριν γίνουν οι απελάσεις- Οθωμανοί χωροφύλακες (αστυνομία) και τσέτες (ένοπλοι συμμορίτες, ληστές και κατάδικοι) άρπαζαν χρήματα και τιμαλφή από τις ελληνικές κοινότητες, διέπρατταν σφαγές και έκαιγαν εκκλησίες και σχολεία.
Σύμφωνα με στοιχεία που συνέταξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέχρι το 1918, 774.235 Έλληνες είχαν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους, πολλοί από τους οποίους στο εσωτερικό της Τουρκίας, χωρίς να εμφανιστούν ποτέ ξανά. Στο στόχαστρο της εξόντωσης σύντομα μπήκαν και άλλοι Έλληνες που ζούσαν σε άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας. Μεταξύ 1915-1918, μεγάλη μερίδα των χριστιανικών κοινοτήτων που ζούσαν στην Οροσειρά του Λιβάνου πέθαναν από την πείνα. Ο λιμός προκλήθηκε από τη στέρηση τροφίμων που ενορχηστρώθηκε από τον Τζεμάλ πασά.
Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξέχοντες ηγέτες της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου καταδικάστηκαν σε θάνατο από οθωμανικά στρατοδικεία για τον ρόλο τους στην οργάνωση θηριωδιών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όμως η μεταπολεμική συγκρότηση του Τουρκικού Εθνικιστικού Κινήματος υπό τη διοίκηση του Μουσταφά Κεμάλ διέκοψε τις διαδικασίες προσαγωγής και άλλων δραστών ενώπιον των δικαστικών αρχών.
Την περίοδο 1919-1922, η οποία συχνά αναφέρεται ως Κεμαλική Φάση της Γενοκτονίας, παρουσιάζεται συνέχιση της προηγούμενης εξοντωτικής πολιτικής. Στην περιοχή του Πόντου οι κεμαλικοί έκαψαν αμέτρητα ελληνικά χωριά και έστειλαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπου έχασαν τη ζωή τους πολλοί εκτοπισμένοι. Σε πολλές περιπτώσεις ελληνικές εκκλησίες κάηκαν με τους Έλληνες να είναι κλειδωμένοι μέσα σε αυτές. Στην περιοχή της Νικομήδειας, ενδεικτικά, οι κεμαλικές δυνάμεις έκαψαν περισσότερα από 30 ελληνικά χωριά και έσφαξαν πάνω από 12.000 Έλληνες.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού, η αντεπίθεση των κεμαλιστών ολοκληρώθηκε με την εισβολή στη Σμύρνη και την πυρπόληση της πόλης, παράλληλα με τις μεγάλης κλίμακας σφαγές του ελληνικού και αρμένικου πληθυσμού της. Το ξημέρωμα της 14ης Σεπτεμβρίου αποκάλυψε το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε η φωτιά από τον προσχεδιασμένο εμπρησμό. Η αποτύπωση του δράματος στις φωτογραφίες και τις κινηματογραφικές λήψεις της εποχής προκαλούν δέος, θλίψη, οργή και αποτροπιασμό.
Η Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο τέλος στην πολιτική ολοκλήρωσης του εθνικού οράματος της Μεγάλης Ιδέας, που κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή του ελληνικού κράτους για έναν σχεδόν αιώνα. Η στρατιωτική ήττα του 1922 μπορεί να συγκριθεί ως προς το μέγεθος της καταστροφής με την ήττα του 1453. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τον οριστικό ξεριζωμό όλων των Ρωμιών χριστιανών από τις πατρογονικές τους μικρασιατικές εστίες, από την Ιωνία μέχρι την Παφλαγονία και τον Πόντο και από την Ανατολική Θράκη μέχρι την Καππαδοκία και την Κιλικία, και να συνυπογράψει την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, που εξαφάνισε διά παντός τα ίχνη της ελληνικής παρουσίας στη Μικρασία, μετά από συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία αιώνων στην περιοχή.
Η Βουλή των Ελλήνων καθιέρωσε με ομόφωνη απόφαση (ΦΕΚ Α΄ 234 / 13.10.1998) τη 14η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Η Οικογένεια του ΠΑΟΚ σκύβει ευλαβικά το γόνυ και αποτίνει φόρο τιμής στα θύματα της μεγαλύτερης σύγχρονης εθνικής τραγωδίας. Ο αγώνας για διεθνή αναγνώριση της Ελληνικής Γενοκτονίας αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση όλων μας για την ανάπαυση των ψυχών που αναμένουν μια ηθική τουλάχιστον δικαίωση.
Αιωνία η μνήμη αυτών…».