Ο Λύρατζης, ο Κουλιεράκης, ο Τσαούσης και η αγωνιστική τους φιλοσοφία, οριοθετούν το πέρασμα από τον παλιό, στον νέο ΠΑΟΚ. Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Το παρουσιαστικό του σου κρύβει τον ήλιο. Θεριό. Παλίκαρος. Κρητίκαρος. Παλικάρι, κοντά δυο μέτρα, σαν… θαυμαστικό. Από αυτούς που κάθονται πίσω και λες μέσα ότι του «με αυτόν δεν θα περάσει τίποτα».
Ναι, αλλά σώμα, μπόι, άλμα, δύναμη, τσαμπουκά, κορμοστασιά έχουν διαχρονικά το 99% των κεντρικών αμυντικών που παίζουν μπάλα. Για να ξεχωρίσεις, πρέπει να έχεις αυτό το… κάτι.
Το πρώτο πράγμα που μου εκμυστηρεύτηκε ένας άνθρωπος που τον ξέρει σαν κάλπική δεκάρα, πολύ πριν κάνει το επίσημο ντεμπούτο του με την ανδρική φανέλα του ΠΑΟΚ, δεν είχε να κάνει ούτε με το φιζίκ, ούτε τον χαρακτήρα του.
«Στο λέω εμπιστευτικά, μεταξύ μας. Ο μικρός έχει την καλύτερη διαγώνια 35άρα μπαλιά στην Ελλάδα. Δεν υπερβάλλω καθόλου. Θα το δεις».
Ομολογώ ότι παραξενεύτηκα. Ήταν μια φράση που την κράτησα μέσα μου, περιμένοντας να την δω.
Στις πρώτες εμφανίσεις του Κωνσταντίνου Κουλιεράκη με τα «μεγάλα παιδιά» είδαμε όλα τα προβλεπόμενα: Δύναμη, τσαμπουκά, θράσος, θάρρος, άλμα, κερδισμένες μονομαχίες, αλλά και λάθη απειρίας.
Στο «Καραϊσκάκης» είδαμε και το άλλο. Το… ντεσού. Αυτό που ξεχωρίζει έναν καλό κεντρικό αμυντικό, από έναν κεντρικό αμυντικό που έχει το potential να φτάσει πολύ ψηλά.