Η είδηση για το διαζύγιο «έσκασε» από ένα ιταλικό Μέσο. Αλήθεια, τι δουλειά, τι όρεξη μπορεί να έχει ένας random Ιταλός δημοσιογράφος να σκαλίζει τα εσωτερικά ενός ελληνικού συλλόγου και τις σχέσεις του με έναν Πορτογάλο αθλητικό διευθυντή;
Είναι σαν να αποκαλύπτει στα καλά καθούμενα ένας Έλληνας δημοσιογράφος το πρόβλημα στις σχέσεις ενός τυχαίου ιταλικού συλλόγου (ας πούμε της Σπέτσια) με τον δικό της αθλητικό διευθυντή. Μηδενικό ειδησεογραφικό ενδιαφέρον, αδυνατώ να πιστέψω ότι θα υπήρχε έστω και ένας συνάδελφος που θα πληκτρολογούσε έστω και μία λέξη καλοκαιριάτικα για μία τέτοια πληροφορία.
Μιας και αναφέρθηκε, η Σπέτσια ήταν μία από τις ομάδες που «ενδιαφέρθηκε» για τον Ζοσέ Μπότο, κατά την διάρκεια της θητείας του στον ΠΑΟΚ, όπως μας ενημέρωσαν πάλι ιταλικά Μέσα.
Πάνω-κάτω τα ίδια ιταλικά Μέσα, μας ενημέρωσαν κατά καιρούς για το «ενδιαφέρον» της Φλαμένγκο, της Νάπολι, της Γιουβέντους, της Μπενφίκα, της Σαουθάμπτον, της Μπεσίκτας, ενώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα του αφιέρωναν ύμνους με αποθεωτικά κείμενα για την δουλειά του σε Σαχτάρ Ντόνετσκ και Μπενφίκα.
Ένα αξιομνημόνευτο μοτίβο, που όπως και να το κάνουμε προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Αν ο Πορτογάλος είχε τέτοια πέραση, όσο ήταν δεσμευμένος με συμβόλαιο με τον ΠΑΟΚ, εκτιμώ πως τώρα που βρίσκεται χωρίς ομάδα, οι προτάσεις λογικά θα πέσουν βροχή, καλό είναι να παρακολουθούμε τα ιταλικά Μέσα.
Στην πραγματικότητα, όμως, το βασικό θέμα δεν ήταν η επικοινωνιακή ατζέντα του Μπότο και ο τρόπος που επέλεγε να κοινοποιεί την γνώμη, την άποψη, την δυσαρέσκεια, την ανασφάλεια, τα «θέλω» του, την αυταρέσκεια του, όσο κι αν κάτι τέτοιο γινόταν με τόσο άγαρμπο τρόπο, που έβγαζε μάτι.
Το βασικό θέμα είναι το έργο του. Η κληρονομιά του. Το αποτύπωμα του. Αυτό που αφήνει πίσω του, φεύγοντας. Εκπληρώθηκαν οι προγραμματικές δηλώσεις του; Βελτίωσε με την προσφορά του, την θέση (όχι μόνο την οικονομική) του συλλόγου; Η απάντηση είναι αρνητική, χωρίς βέβαια η ευθύνη να βαραίνει ολοκληρωτικά τον ίδιο.
Με εξαίρεση την περίπτωση του Ντόμινικ Κοτάρσκι, την οποία ο ίδιος ανακάλυψε, πίστεψε, «έτρεξε», υλοποίησε, οι υπόλοιπες επιλογές του δεν δημιούργησαν καμία υπεραξία. Αντιθέτως, κάποιες εξ’ αυτών όπως ο Φιλίπε Σοάρες, ο Νικολάς Κουαλιάτα ήταν πανάκριβες αστοχίες, που ναρκοθέτησαν το μέλλον του συλλόγου, πληρώνονται και θα πληρώνονται ακριβά.
Μπορεί το βιογραφικό του να ήταν αρκετά ηχηρό, ωστόσο φαίνεται πως ποτέ δεν δημιουργήθηκε μία σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον Πορτογάλο τεχνικό διευθυντή και την εργοδοσία του. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι ο Μπότο είχε το δικό του scouting team, το οποίο λειτουργούσε ανεξάρτητα και πολλές φορές εντελώς αντίθετα με το υπάρχον τμήμα του συλλόγου; Ένας οξύμωρος τρόπος λειτουργίας που σίγουρα δεν ήταν ούτε λειτουργικός, ούτε αποδοτικός και μπορούσε να εξηγήσει πολλές από τις μεταγραφικές καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες.
Επί των ημερών του, ο Μπότο με τις γνωριμίες του δεν κατάφερε να κάνει τον σύλλογο πιο ελκυστικό στις αγορές, ούτε να ανοίξει πόρτες που δεν άνοιγαν στο παρελθόν. Ακόμα κι εκεί που είχε την καλύτερη δυνατή πρόσβαση (Μπενφίκα), δεν κατάφερε να πετύχει την ανανέωση του δανεισμού του Τιάγκο Ντάντας, υποστηρίζοντας ότι οι Πορτογάλοι δεν συζητούν καν το ενδεχόμενο δανεισμού. Μετά από λίγο καιρό, ο Τιάγκο Ντάντας παραχωρήθηκε δανεικός στην Άλκμααρ.
Σε αυτούς τους 18 μήνες που εργάστηκε για τον σύλλογο, δεν φάνηκε ποτέ να δημιουργείται η απαιτούμενη εργασιακή «χημεία», ακόμα και σε ανθρώπινο επίπεδο, με ανθρώπους της διοίκησης ή το τεχνικό επιτελείο ήταν μία σχέση που έφθειρε μέρα με την ημέρα. Και όπως είναι προτιμότερο σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα ευτυχισμένο διαζύγιο είναι προτιμότερο από έναν δυστυχισμένο γάμο.
πηγή: FORZA