Ο ΠΑΟΚ μπήκε έξι φορές με την μπάλα στα δίχτυα στην Τρίπολη. Η απόλυτη προπονητική ονείρωξη. Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Παρουσιάστηκα στην Τρίπολη μία Δευτέρα, στα μέσα Μαΐου το 2005. Σχεδόν καλοκαίρι. Μέχρι να παραλάβω όλο τον εξοπλισμό, έχασα δύο κιλά σε ιδρώτα από την ζέστη. Το ίδιο βράδυ ένιωσα την υγρασία να μου τρυπάει τα μηνίγγια, τουρτούριζε όλο μου το είναι.
Μερικές ημέρες αργότερα, ως βοηθός περιπολάρχη σε γερμανικό νούμερο, νόμιζα ότι περπατάω μέσα στα σύννεφα, μπορούσες να κόψεις την ομίχλη με το μαχαίρι και να την φας, δεν έβλεπες στο μισό μέτρο.
Μου πήρε λίγο καιρό να προσαρμοστώ σε αυτό το ιδιαίτερο κλίμα, μα όταν το συνήθισα, στο τέλος μου άρεσε κιόλας.
Δεν ξέρω κανέναν νεοσύλλεκτο που χαίρεται, όταν παρουσιάζεται. Δεν ξέρω, επίσης, κανέναν ποδοσφαιριστή που χαίρεται όταν πρέπει να προσγειωθεί από την αίγλη, το πρεστίζ και τον αλλιώτικο αέρα που έχει ένα ευρωπαϊκό ματς ομίλων, στην εγχώρια πραγματικότητα.
Πόσω μάλλον, όταν αυτό πρέπει να γίνει 68 ώρες μετά το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα της Πέμπτης -αλήθεια γιατί να μην παίξει και ο ΠΑΟΚ την Δευτέρα, όπως οι υπόλοιπο Ευρωπαίοι που είχαν ή έχουν εγχώριο ή μη ταξίδι;
Πόσω μάλλον, όταν πρέπει να παίξει στην έδρα μιας ομάδας που αποτελεί τον κακό του δαίμονα, πολύ περισσότερες φορές έχει χάσει στο «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» (10) από όσες έχει κερδίσει (6)! Και σε ένα άδειο, κρύο, παγερό γήπεδο.
Πόσω μάλλον, όταν απέναντι του έχει έναν μετρ της αμυντικής οχύρωσης, τον Μίλαν Ράσταβατς και χρειάζεται να παίξει δίχως τον πρώτο του σκόρερ (Ζίβκοβιτς) και πιθανώς τον πιο επιδραστικό του παίκτη. Θυμίζω ότι οι δύο φετινές ήττες του ΠΑΟΚ είχαν μία κοινή συνισταμένη: τον Τάισον εκτός ενδεκάδας.