Τρεις είναι οι λόγοι που θυμήθηκα τη δραματική ταινία του 1985 που είχε κατακτήσει τότε επτά όσκαρ. Πέρα από το δράμα που ζήσαμε απόψε στη Λεωφόρο βέβαια. Η μαύρη ήπειρος ταίριαξε και εξηγούμαι για να μη σας αποτρελάνω.
Το ένα έχει να κάνει με αυτό καθαυτό το ποδοσφαιρικό προϊόν που παρακολουθήσαμε για σχεδόν 3,5 ώρες. Μια ρεβάνς ημιτελικού κυπέλλου που είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ευρωπαϊκού ντέρμπι. Όπως γίνονται και μπορούν να γίνουν ακόμα καλύτερα στην Ελλάδα. Γιατί είναι κρίμα να χειριζόμαστε με τον πιο τοξικό τρόπο ένα τέτοιο αμφίρροπο πρωτάθλημα και μια διοργάνωση κυπέλλου που προσπαθούν να παίζονται στα ίσια.
Όσο κι αν κάποιοι επιθυμούν να συνεχίσουμε να θεωρούμαστε Αφρική στο ποδόσφαιρο, έχουμε όλοι το δικαίωμα να χαρούμε το άθλημα όπως θα έπρεπε να είναι. Συναρπαστικό, αγωνιώδες, όσο γίνεται πιο δίκαιο.
Ας αναλογιστούμε τι θα γινόταν με έναν άλλο διαιτητή στον επαναληπτικό της Λεωφόρου κι ας θαυμάσουμε πόσο βοήθησε ο Γερμανός Ζίμπερτ να αναδειχθεί η μαγεία του ντέρμπι. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του, θα μπορούσε με ευκολία να δώσει ένα πέναλτι ή μια κόκκινη κάρτα που θα αλλοίωναν τον χαρακτήρα της αναμέτρησης. Παρά τα πολλά αντικανονικά μαρκαρίσματα, σφύριξε τα απαραίτητα φάουλ. Έσπρωχνε το παιχνίδι, δεν το χαλούσε.
Έτσι λοιπόν γίναμε θεατές μιας σπουδαίας ποδοσφαιρικής βραδιάς που αν είσαι ΠΑΟΚ σε πονάει, αν είσαι Παναθηναϊκός σε φτιάχνει. Σίγουρα όμως αφήνει όλους τους υπόλοιπους ικανοποιημένους και χορτάτους.
Αφρική μέρος δεύτερο: Μέσα σε όλα τα όμορφα ποδοσφαιρικά, ένας Γκανέζος ήρθε να μας θυμίσει πως το άθλημα είναι απλά ένα υπέροχο δευτερεύον πράγμα. Ότι η ζωή είναι πάνω από όλα. Όσα δηλαδή πέρασαν από το μυαλό όλων εκείνα τα μαρτυρικά λεπτά που ο Μπάμπα ήταν πεσμένος και αναίσθητος στον αγωνιστικό χώρο. Ο ΠΑΟΚ έμεινε με δέκα παίκτες και ίσως αυτό να ήταν που πλήρωσε για να πάει το ματς στα πέναλτι. Ε και; Το “thumbs up” και το χαμόγελο του αριστερού μπακ του Δικεφάλου έφτανε και περίσσευε.
Αφρική μέρος τρίτο και τελευταίο: Από αυτά τα μέρη ήρθε και ήταν τελικά γραφτό να βρεθεί στην Τούμπα ο Αλί Σαμάτα. Όσα ήταν να σχολιάσω για τον Τανζανό φορ, έχουν γραφτεί. Απόψε όμως είναι βραδιά που είμαι 100% μαζί του. Είναι ανήθικο να ποδοπατάς κάποιον που βρίσκεται πεσμένος κάτω. Έμοιαζε έτοιμος προς κατάρρευση πριν καν εκτελέσει το τελευταίο πέναλτι, πόσο μάλλον μετά.
Ήταν απλά η μοίρα που ήθελε να παίξει το δικό της οδυνηρό παιχνίδι στον ίδιο και στον ΠΑΟΚ. Έτσι έπρεπε να διαμορφωθεί και να καταλήξει μια νύχτα που δεν ικανοποίησε αυτόν που το άξιζε.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Δικέφαλος ήταν αυτός που έπρεπε να πάρει το εισιτήριο για τον φετινό τελικό. Με την εμφάνισή του, με το πάθος του, με τη θέληση που έβγαλε μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Με το κουμπί του restart που πάτησε στο υπέροχο στρωτό και οργανωμένο ποδόσφαιρο.
Ο Παναθηναϊκός απλά υπέμενε και το έβλεπε να ερχόταν. Ειδικά μετά το 0-1, δε φάνηκε ούτε μια στιγμή ότι πιστεύει πως μπορεί να ανταπεξέλθει. Φοβισμένος και σε πανικό, αναζητούσε ένα θαύμα. Ένα θαύμα που τελικά ήρθε στο 129’.
Από εκεί και πέρα, η διαδικασία των πέναλτι είναι μια διαφορετική ιστορία. Μια ιστορία που δεν μπορείς να κρίνεις. Μια ιστορία που δέχεσαι όπως και να εξελιχθεί. Μια ιστορία με νικητές και ηττημένους, χωρίς όμως φταίχτες. Μια ιστορία που δεν αλλάζει τίποτα από όσα έδειξε ξανά ο ΠΑΟΚ στο γήπεδο. Μια ιστορία για την ιστορία.