Μία δυσάρεστη είδηση κυκλοφόρησε το πρωί του Σαββάτου (30/3), καθώς ο γνωστός φίλαθλος του ΠΑΟΚ, Γιώργος Παπαδόπουλος, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 65 ετών.
Ο «Παπέν» αποτέλεσε έναν από τους πιο γνωστούς φίλους της ομάδας, ενώ ήταν και η ψυχή της οπαδικής εφημερίδας «ΠΑΟΚΤΣΗΣ».
Για τον Γιώργο Παπαδόπουλο τοποθετήθηκε η σελίδα «Praktorinos PAOK Retro», κάνοντας αναφορά στον «Παπέν» και τη διαδρομή του.
Διαβάστε παρακάτω τα όσα αναφέρονται:
«Δύσκολοι αποχαιρετισμοί.
ΓΙΩΡΓΟΣ -Παπέν- ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (1959-2024).
«Ο δικός μας Π.Α.Ο.Κ. δεν υπάρχει».
Βρίσκομαι σε κατάσταση σοκ και βαρύτατου πένθους.
Όσο και να με “προετοίμαζε” ο Πρόεδρος, μέσα από τον σκληρό και τόσο άνισο αγώνα του, όσο και αν οι πληροφορίες περιέγραφαν μια εξαιρετικά πιεστική έως ανεπιστρεπτί κατάσταση, παραμένει δύσκολο να πληκτρολογείς αυτές τις αποχαιρετιστήριες λέξεις δίχως το βάρος της συναισθηματικής φόρτισης που έχω νιώσει για λίγους.
Ο ξεχωριστός Γιώργος Παπαδόπουλος με το πιο κοινό ελληνικό ονοματεπώνυμο αλλά και την τόσο μοναδική παρουσία όπου το ΠΑΟΚτσίδικο καθήκον τον καλούσε, έφερε όσο λίγοι εκείνη την οπαδική αύρα που συνέδεσε τον ΠΑΟΚ τού τότε με τον ΠΑΟΚ τού σήμερα. Ήρθε, έζησε και έφυγε ως ΠΑΟΚΤΣΗΣ, δεν υπάρχει κάτι άλλο που να τον περιγράφει καλύτερα όσο ο τίτλος της εφημερίδας που “έτρεξε” ο ίδιος (μέσα σε όλα τα άλλα) σαν άνθρωπος-ορχήστρα την δεκαετία του ’90.
Από εκείνο το αναπάντεχο τηλεφώνημά του, στον χώρο εργασίας μου, μεσολάβησαν σχεδόν τρεις δεκαετίες. Μου άλλαξε τη ζωή. Μου άλλαξε την οπαδική οπτική ματιά. Είχα στείλει μια επιστολή στον «ΠΑΟΚΤΣΗ» και θέλησε να με καλέσει στον τότε ΣΦ ΠΑΟΚ Τούμπας για να με γνωρίσει και να με εντάξει στο ανθρώπινο δυναμικό της εφημερίδας. Πραγματικό φροντιστήριο. Όλοι γνωστοί και όλοι ανώνυμοι.
Τον γνώριζα φυσιογνωμικά, μια επιβλητική μορφή από τα χρόνια του στη Θύρα4, ο Γιώργος που κρεμούσε και ξεκρεμούσε το ιερό πανί της στο μυθικό πέταλο σε κάθε εντός έδρας αγώνα, ο «Παπέν», που έτρεμαν τα ποδαράκια μου εκείνο το βράδυ στο ημιυπόγειο της Τούμπας όρθιος απέναντί του, γελαστός όπως καθόταν στο γραφείο, με κόσμο τριγύρω του, αλλά και αμυδρά ψαρωτικός, ταγμένος στο καθήκον του, σπίτι, σύνδεσμος, εφημερίδα, ΠΑΟΚ, όλα ένα.
Από τότε έγιναν πολλά. Η εφημερίδα έκανε τη διαδρομή της, αγαπήθηκε, κορυφώθηκε, ξεπέρασε τους στόχους της, έσβησε. Κρατήσαμε μια ουσιαστική επαφή, χανόμασταν, βρισκόμασταν, ανανεώναμε τα ραντεβού μας.
«Μπαίνω στο Facebook για να διαβάσω τη σελίδα σου, δεν τα μπορώ τα τρέχοντα, θέλω να μας υπενθυμίζεις τι έχουμε τραβήξει σαν σύλλογος και σαν λαός».
Και εγώ να ψάχνω κάθε φορά κάτω από τις αναρτήσεις μου, το δικό του like, κάτι σαν εμμονή, «μού’κανε like ο Παπέν, του άρεσε ό,τι ανέβασα, το διάβασε έστω;» Ένα γρήγορο scroll μέχρι να βρώ το «Γιώργος Παπαδόπουλος» και μετά ηρεμούσα, κάτι έκανα σωστά.
Τελειομανής.
«Στην φωτογραφία που ανέβασες κάπου στο βάθος είναι ο… Καπουσούζης, δεν τον αναφέρεις στη λεζάντα». «Βρε συ, Γιώργο, ίσα που αχνοφαίνεται και στο φινάλε πολλοί θα τον δουν, λίγοι θα τον αντιληφθούν». «Γράψ’το εσύ, και για τους λίγους και για τους πολλούς, κέρδος θα μείνει, η ιστορία μας είναι».
Με είχε συμπεριλάβει σε έναν κύκλο δικών του ανθρώπων, στο τέλος μου παραχώρησε όλο το αρχείο της εφημερίδας «εσύ ξέρεις τι να το κάνεις και θα το κάνεις». Κλαίω. Ένιωθα μια ανεξήγητη τιμή κάθε φορά που με καλούσε για ένα τσίπουρο μαζί τους εκεί όπου η κουβέντα σύντομα και αναπόφευκτα κατέληγε γύρω από τα τέσσερα γράμματα και το ανελέητο ρομάντζο αυτού του απλού, λαϊκού, πανέξυπνου και προσιτού γίγαντα (στο σώμα και την ψυχή) για έναν σύλλογο που οραματιζόταν με τέτοιο τρόπο που… απλά δεν γινόταν.
Ο ΔΙΚΟΣ ΤΟΥ Π.Α.Ο.Κ. ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ..
Τον αποχαιρετώ με οδύνη. Η διαδρομή του αμέτρητη, η προσφορά του στο ασπρόμαυρο κίνημα ασύγκριτη και πασίγνωστη. Η ζωή του στον πλανήτη ΠΑΟΚ παράδειγμα προς μίμηση. Οι χιλιάδες συνοδοιπόροι του οφείλουν να βγουν και να τον τιμήσουν όσο λίγοι.
Αντίο φίλε, αντίο Γιώργο, αντίο Πρόεδρε.
Συγνώμη που δεν στα είπα από κοντά, όλα αυτά, μια από τις πολλές Κυριακές των τελευταίων ετών μας στην ΤΟΥΜΠΑ.
Σου οφείλω, δεν σε ευχαρίστησα ποτέ για τίποτα.
Δεν το επιχείρησα, ίσως γιατί γνώριζα -εξ’ αρχής- ότι δεν θα μου το επέτρεπες.
Πρακτορίνος (Πράκτωρ 00-4).»