Η Τούμπα και ο ΠΑΟΚ μύριζαν έντονα δεκαετία 80’s. Τότε που ο Ολυμπιακός έχανε από τα διόδια στα Μάλγαρα. Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Μπόρα. Βαρύ γήπεδο. «Πετσιά» να τραγουδάνε βρεγμένοι ως το κόκαλο. Γλίστρες. Τάκλιν. Μανούρες. Μούρες να κολλάνε σε άλλες μούρες. Σπρωξίματα. Αψιμαχίες. Βεντέτες. Κάρτες. Διακοπές.
Καλώς ήρθατε στην Τούμπα των 80’s και των 90’s. Το γήπεδο που φιλοξένησε την πιο μακρά παράδοση στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τότε που ήξερες πως ακόμα κι αν εμφανίζονταν 11 περαστικοί που περνούσαν τυχαία έξω από το γήπεδο με ασπρόμαυρες φανέλες θα έβρισκαν ένα μαγικό τρόπο να κερδίσουν τον Ολυμπιακό.
Οι παλιότεροι μπορεί πιθανώς απόψε να αναγνώρισαν στο γήπεδο τον Λεοντιάδη, Τον Λαγωνίδη. Τον Μαλιούφα. Τον Τζόνι Αναστασιάδη.
Παλιές φιγούρες που έμπαιναν σε τέτοια ματς με το μαχαίρι στα δόντια και έφευγαν από αυτό λασπωμένοι, ματωμένοι, διαλυμένοι, ξεθεωμένοι, έχοντας δώσει ακόμα και τα σώψυχα τους στο γήπεδο.
Ο τωρινός ΠΑΟΚ δεν είναι τέτοιος. Δεν δέρνει στο γήπεδο, επιβάλλεται αλλιώς. Ξεχειλίζει από ποιότητα. Το παιχνίδι του έχει στιλ, μυαλό, φαντασία, ωραία χτυπήματα, ποικιλίες, είναι γλυκό στο μάτι.
Να, όμως, που χρειάστηκε να παίξει κι αλλιώς. Χρειάστηκε να βάψει τα μούτρα του με φούμο και για ένα βράδυ να φορέσει παραλλαγή. Να καταθέσει μαγκιά. Να χρησιμοποιήσει ότι μούσκουλα έχει, να τρέξει και να… τραμπουκίσει (sic) τον αντίπαλο του.
Το ματς δεν κερδήθηκε στο 1-0 του Τάισον. Ούτε στο 2-0 του Ζίβκοβιτς. Είχε κερδηθεί σε μία ανύποπτη φάση εκεί στο 20λεπτο.