Εκ των πραγμάτων, αν όχι… εξ ορισμού, το όλο σκηνικό ήταν βγαλμένο από το πιο σουρεαλιστικό έργο τέχνης. Από τον πιο εμπνευσμένο πίνακα του Σαλβαντόρ Νταλί. Το κίνημα που μπορεί να αποδοθεί ως «πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα», μια οπτική που έχει βάση τη φαντασία, η τρέλα, το ασυνείδητο και η παντοδυναμία του ονειρικού στοιχείου.
Πώς αλλιώς μπορείς να περιγράψεις την once in a lifetime συνθήκη όπου ο ΠΑΟΚ θα έπρεπε να κερδίσει τον Άρη μέσα στο σπίτι του, στην τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος, για να κατακτήσει τον τίτλο. Το πιο σατανικό μυαλό δε θα επινοούσε τέτοιο σενάριο. Κι ακόμα κι αν περνούσε από τη σκέψη του, θα ήταν 100 φορές πιο δύσκολο να αποτυπωθεί στην πράξη. Να ταιριάξουν όλες οι συντεταγμένες για να ζήσουμε το απόλυτο θρίλερ Θεσσαλονικιώτικης απόχρωσης.
Μετά από ένα οριακά σχιζοφρενικό 80ωρο που είχε μεσολαβήσει από το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, μέσα στο οποίο όλες οι εκδοχές και όλα τα σενάρια περνούσαν διαδοχικά και μανιασμένα από το κεφάλι μου, ξημέρωσε η Κυριακή της 19ης Μαϊου. Το βλέμμα στο κενό, αμυδρή επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον, υποτυπώδης επικοινωνία με τους κοντινούς, ανεπιτυχής επιχείρηση απόσπασης σκέψης, κατάσταση «μη του μιλάτε του παιδιού».
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, οι ώρες περνούσαν γρήγορα, μέχρι να φτάσει αυτή που θα με μεταφέρει από το θεωρητικό στο πρακτικό πεδίο. Από την άνεση του καναπέ στο μέρος όπου θα κρίνονταν όλα. Στα λίγα μέτρα απόστασης από την ιστορία. Εκεί που γράφεται η ιστορία.
Είχα αναφέρει και στο προηγούμενο blog ότι είναι απολύτως θεμιτό ο αντίπαλος που σε θεωρεί ως τον πιο μισητό εχθρό του, να επιδιώξει να σου στερήσει τη χαρά. Ασχέτως των όσων έγιναν στην πόλη το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και παραπέμπουν σε άλλα συμπεράσματα, εννιά στους δέκα οπαδούς του Άρη ήθελαν να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα. Και θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για αυτό. Στις κερκίδες, γιατί εντός αγωνιστικού χώρου τα πράγματα δεν έχουν την ίδια βαρύτητα.
Εκεί, στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, και λίγο έξω από αυτές μέχρι τους πάγκους, είδα τους γηπεδούχους να βγάζουν το πιο μεγάλο πάθος και ένταση που μπορεί να υπάρξει σε μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση. Τρεις και τέσσερις αμυντικοί να πέφτουν να μαρκάρουν έναν παίκτη του ΠΑΟΚ, πανηγυρισμούς αμυντικών ενεργειών, σινιάλα στην κερκίδα, “σκύλιασμα” πραγματικό για αθλητές που δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα άλλο εκτός από την αποδοχή του κόσμου τους.
Πολύτιμος βοηθός στην προσπάθειά τους ήταν ο Ισραηλινός ρέφερι που έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να βάλει ακόμα πιο δύσκολα στον Δικέφαλο. Λες και δεν του έφταναν όσα είχε ήδη στο κεφάλι του.
Ο Ραζβάν Λουτσέσκου όμως τα είχε υπολογίσει όλα, τα περίμενε όλα. Όπως μέσα-άκρες, τα περιμέναμε και όλοι οι υπόλοιποι. Είπαμε, το σουρεάλ έργο έπρεπε να παιχτεί ολόκληρο, με όλες τις σκηνές, μέχρι το τέλος.
Ο ΠΑΟΚ περίμενε υπομονετικά τις στιγμές του και δεν έχασε το μυαλό του περισσότερο από τα 5-6 λεπτά που ακολούθησαν της ισοφάρισης. Δεν έχασε το μυαλό του ούτε από την εχθρική ατμόσφαιρα, δεν το έχασε ούτε από τις προκλήσεις, δεν το έχασε ούτε στα πρώτα δευτερόλεπτα με την εξωφρενική κίτρινη κάρτα-μήνυμα στον Μιχαηλίδη, δεν το έχασε ούτε μετά την αποβολή στο 78’.
Επειδή όμως ο σουρεαλισμός έπρεπε να υπηρετηθεί στο έπακρο και μέχρις εσχάτων, ήταν επιβεβλημένη η κορύφωση του δράματος. Μια υποσχόμενη κεφαλιά-άουτ του Ανσαριφάρντ στο 95’ για να σταματήσει καρδιές εντός γηπέδου, εκτός γηπέδου και σε γήπεδα 500 χιλιόμετρα μακριά που περίμεναν καρτερικά και μαρτυρικά.
Στο τελικό σφύριγμα της λήξης, το βούρκωμα στα μάτια εναλλασσόταν με το χαμόγελο στο στόμα. Η πραγματικότητα χτυπούσε δυνατά την πόρτα του ονείρου για να μπει. Αυτό που ζούσα είχε πλέον ξεπεράσει κάθε όριο φαντασίας. Είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, είχε ξεπεράσει και κάθε επόμενο. Όπως λέει και το λαϊκό άσμα: «Εκατομμύρια φορές κι αν προσπαθήσεις, αυτό που ζήσαμε δε θα το ξαναζήσεις».
ΥΓ. Ισχνής σημασίας γενικότερα, αλλά τη χειρότερη εντύπωση μού προκάλεσε το γεγονός ο μοναδικός που δεν έδωσε συγχαρητήρια στον ΠΑΟΚ για τον τίτλο ήταν ο προπονητής του Άρη. Τον είχα σε μια εκτίμηση ως τεχνικό για ομάδες τέτοιου βεληνεκούς και μάλιστα του είχα απονείμει τα εύσημα στο αντίστοιχο ματς του Χαριλάου στην κανονική περίοδο.
Ο Ματίας Αλμέιδα από την αίθουσα τύπου του OPAP Arena φρόντισε να συγχαρεί τον πρωταθλητή, αυτόν που του στέρησε τον τίτλο. Ο Άκης Μάντζιος δεν το θεώρησε απαραίτητο για την ποδοσφαιρική του κουλτούρα. Γιατί; Για να μην κακοκαρδίσει τους οπαδούς της ομάδας του και τα βάλουν μαζί του; Γιατί έγινε κάτι μετά τη λήξη του ματς με τον Λουτσέσκου; Τίποτα δεν τον δικαιολογεί. Μπορούσε να κάνει ό,τι καραγκιοζιλίκι ήθελε μέσα στο 90λεπτο του ματς για να πάρει ένα αποτέλεσμα. Μετά όμως; Συγγνώμη κόουτς. Πολύ μικρός.