Ο Γιώργος Κούδας συμπληρώνει 78 χρόνια ζωής!
Γεννήθηκε 23 Νοεμβρίου 1946, ημέρα Σάββατο, στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης. Ήταν το δεύτερο παιδί του Γιάννη και της Ελευθερίας Κούδα.
Αναδείχθηκε σε εμβληματική μορφή για τον ΠΑΟΚ, στον οποίο αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984 σε 607 ματς (σε όλες τις διοργανώσεις) και πέτυχε 165 γκολ.
Τα νούμερα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερα αν δεν μεσολαβούσε η προσπάθεια «αρπαγής» του από τον Ολυμπιακό και η απουσία του από τα γήπεδα τη διετία 1966-1968.
Στάθηκε η αιτία να χωριστεί η Ελλάδα στα δύο και να φουντώσει η κόντρα του ΠΑΟΚ με τον Ολυμπιακό, αλλά η επιστροφή του στον Δικέφαλο σηματοδότησε την ποδοσφαιρική αναγέννηση και καταξίωση της ομάδας!
ΟΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΤΟΥ ΧΡΟΝΩΝ
«Από τη νηπιακή ηλικία μου είχα ήδη αγαπήσει το ποδόσφαιρο. Λίγες ημέρες της ζωής μου πέρασαν χωρίς να έχω παίξει έστω για λίγο μπάλα», έχει διηγηθεί στο παρελθόν.
«Έμπαινε η δεκαετία του ’50 και στην πλατεία της παλιάς λαχαναγοράς ήδη είχαμε αρχίσει τις ντρίμπλες. Αυθεντικά ταλέντα. Ορισμένοι έπαιζαν τουλάχιστον όσο και εγώ καλά, για να μην πω καλύτερα. Όταν τυχαίνει να περάσω από την πλατεία της παλιάς λαχαναγοράς νιώθω το παλιό εκείνο χτυποκάρδι: Να έρθουν οι φίλοι μου, 10χρονα και 12χρονα παιδιά για να αρχίσουμε το δίτερμα. Κι ας γυρίσω το βράδυ με σκονισμένα, ή και σκισμένα ρούχα στο σπίτι μας, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω».
Η αγάπη για αυτή την πλατεία περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο στο βιβλίο ενός πιτσιρικά από εκείνη την παρέα, του Γιώργου Λυσαρίδη. Σύμφωνα με τον Γιώργο Κούδα μάλιστα, με τον οποίο εξακολουθούν να βρίσκονται σε εβδομαδιαία βάση συνεχίζοντας τη φιλία που ξεκίνησε από τα παιδικά τους χρόνια, ο Λυσαρίδης ήταν ίσως και πιο καλός ποδοσφαιριστής από εκείνον, αλλά προτίμησε τα γράμματα και έγινε αργότερα για λίγο γενικός γραμματέας Αθλητισμού και επί σειρά ετών γενικός γραμματέας του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης.
Ένας από τους «αδιάφθορους» του ελληνικού αθλητισμού τον οποίο υπηρέτησε μεταξύ άλλων ως πρόεδρος της ΕΠΣΜ και ως μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής στο βιβλίο του «Σε τούτα ‘δώ τα μάρμαρα» αποτυπώνει τη νοσταλγική ανασκόπηση μιας εποχής που πέρασε, αλλά παραμένει ζωντανή μέσα από τις βιωματικές μνήμες του συγγραφέα. Γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πλατεία Διοικητηρίου, το επίκεντρο μιας ολόκληρης περιοχής, αλλά και γύρω απ’ αυτήν, οι περιπέτειες μιας παρέας που άφησε τη δική της ιστορία και που ακόμη διατηρεί δεσμούς.
ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
«Το 1963 έπαιζα στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ. Τελείωνε η προπόνηση και ερχόμουν στην πλατεία Διοικητηρίου για να παίξω μπάλα. Πήγαινα στη «Ροκάρια», που ήταν το καφέ όπου μαζευόμασταν και μετά ξεκινούσε το ποδόσφαιρο», λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Κούδας που θυμάται πως αντιμετώπισε τις πρώτες αντιδράσεις του πατέρα του όταν κατάλαβε πως είχε υπερβολική αγάπη για το ποδόσφαιρο. «Μου λέει «έτσι και σταματήσεις το σχολείο, τέλος. Ξέχνα μας». Τελείωνα λοιπόν την προπόνηση στην Τούμπα, έπαιζα μπάλα στην πλατεία και στις 7.30 πήγαινα στο σχολείο μου που ήταν του Γκόνου στην Αντιγονιδών. Αν δεν περνούσα από εδώ, θα έσκαγα».
Το ταλέντο του βέβαια ξεχώριζε από τότε, αφού μάζευε τον κόσμο στην πλατεία για τον απολαύσει. «Ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα τον κόσμο που μαζεύαμε θα τον ζήλευαν πολλά γήπεδα. Γιατί δεν ήταν μόνο ο κόσμος της γειτονιάς, αλλά η πλατεία είχε γίνει τόσο γνωστή, που ερχόταν κόσμος για να δει εδώ τις ομάδες που αγωνίζονταν. Γιατί παίζαμε και μεταξύ μας, αλλά έρχονταν και άλλες ομάδες γειτονιών και κάναμε κανονικό πρωτάθλημα», θυμάται ο Γιώργος Κούδας.
Αργότερα το ίδιο συνέβαινε στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, όπως είχε επισημάνει ο αείμνηστος πρόεδρος του Δικεφάλου, Γιώργος Παντελάκης, «Από μικρός ταυτίστηκε με τον σύλλογο. Ήταν ένα αδύνατο παιδάκι, το οποίο έπαιζε φανταστική μπάλα από τότε που ήταν στα τσικό. Να φανταστείτε, πριν από τα ματς των μεγάλων είχαμε το δικαίωμα να παίζουν τα τσικό. Την ημέρα που έπαιζε ο Κούδας ερχόταν 3.000 – 4.000 κόσμος για να τον δουν. Από το 1963, σε ηλικία 17 ετών μπήκε στην πρώτη ομάδα και όλη η Ελλάδα μιλούσε σιγά, σιγά για το ταλέντο του».
ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΤΑΛΕΝΤΟ
Από μικρός έδινε απλόχερα δείγματα της τεχνικής του και του ποδοσφαιρικού του θράσους. Ο δημοσιογράφος Πλάτων Φορόπουλος έγραφε: «Είδα για πρώτη φορά τον Γιώργο Κούδα στο βοηθητικό γήπεδο που υπήρχε έξω από την Τούμπα. Προπονητής του ο Λευτέρης Παπαδάκης, που κάθε τόσο του έκανε παρατηρήσεις για τις πολλές ντρίπλες. Ο μικρός Γιώργος, όμως, είχε μόνιμα την εξής δικαιολογία: «Τι να κάνω κυρ Λευτέρη; Τρεις, τρεις με μαρκάρουν». Το 1963 στα 17 του χρόνια έπαιζε ήδη στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ, αλλά παράλληλα εργαζόταν στο ξενοδοχείο «Αιγαίον» που προτιμούσαν οι αποστολές των ομάδων που ταξίδευαν στην Θεσσαλονίκη, αλλά και τα αστέρια της εποχής. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εξής εκπληκτική ιστορία. Ο μεγάλος κωμικός Νίκος Σταυρίδης, οπαδός του Ολυμπιακού είχε ανέβει για μια παράσταση και είδε το ματς του ΠΑΟΚ με τους Ερυθρόλευκους που τελείωσε με 3-2 υπέρ του Δικεφάλου με τον Γιώργο Κούδα να βρίσκεται εκπληκτική μέρα, να κάνει μαγικά πράγματα και να σημειώνει το πρώτο γκολ.
«Ο μικρός Κούδας που εργάζεται εδώ έκανε άνω, κάτω τους Ολυμπιακούς και τους έριξε και ένα γκολάκι», ενημέρωσε σχετικά τον Σταυρίδη ο Διευθυντής του ξενοδοχείου. Ο Γιώργος Κούδας εξιστορεί τα γεγονότα: «Το επόμενο πρωί μετά τον αγώνα ήμουν στη θέση μου στην ρεσεψιόν και βλέπω να έρχεται ο Σταυρίδης προς εμένα και ακολούθησε ο εξής διάλογος: – Εσύ είσαι, βρε παιδάκι μου; – Τι εννοείτε, κύριε Σταυρίδη; – Εσύ είσαι αυτός που μας έκανε χθες ρεζίλι; – Εγώ είμαι κύριε Σταυρίδη. – Μπράβο σου, συγχαρητήρια, να σε φιλήσω. Είσαι μεγάλο ταλέντο.
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ «ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ»
Το αριστοκρατικό παιχνίδι του Γιώργου Κούδα βέβαια είχε τις δικές του βάσεις και τις εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο ο αείμνηστος πρόεδρος της ομάδας Γιώργος Παντελάκης: «Έξω από το γήπεδο ο Γιώργος Κούδας ήταν ο ποδοσφαιριστής – αριστοκράτης. Η εμφάνιση του, ο τρόπος που φερόταν στα ξενοδοχεία όπου πηγαίναμε, η αντίδραση του ήταν πάντα ενός ανθρώπου ώριμου. Έτσι ήταν από πολύ μικρός. Καταρχήν ήταν πολύ καλό παιδί. Να φανταστείτε όταν πηγαίναμε σε ξενοδοχείο στην Αθήνα, πάνω στην Κηφισιά έβγαιναν βόλτα και ο Κούδας ήταν ντυμένος σαν μανεκέν. Ο κόσμος που έβλεπε έλεγε: «Ο ΠΑΟΚ είναι, κοιτάξτε πως κυκλοφορούν τα παιδιά ενώ είναι να παίξουν ποδόσφαιρο το βράδυ».
Ο Γιάννης Λογοθέτης, η φωνή των περιγραφών του ποδοσφαίρου της Θεσσαλονίκης δίνει δύο εντελώς διαφορετικές παραμέτρους της φυσιογνωμίας του Γιώργου Κούδα. «Ποτέ δεν βρήκα την απάντηση στο ερώτημα ποιο από όλα τα επίθετα που του έδωσαν κατά καιρούς του ταίριαζε περισσότερο. Τον βάφτισαν Νουρέγιεφ του ποδοσφαίρου, μάγο της μπάλας, ζωγράφο των γηπέδων αιώνιο έφηβο, μαέστρο και Μεγαλέξανδρο. Ειλικρινά δεν ξέρω σε ποιο από όλα να σταθώ, για να είμαι σίγουρος ότι αποκρυπτογραφώ με ακρίβεια τη μοναδικότητα αυτού του χαρισματικού ανθρώπου που πέρασε από τα γήπεδα αφήνοντας ένα ανεξίτηλο από το χρόνο επισκεπτήριο. Ίσως αν τον χαρακτηρίσω ξεχωριστό να πλησιάσω περισσότερο στην αλήθεια του».
Και η αντίθετη όψη της ταπεινότητας ενός τόσο μεγάλου από την περιγραφή του Γιάννη Λογοθέτη: «Ένα γεγονός καταδεικνύει το μέγεθος του ήθους και του πολιτισμού του. Σε ένα άτυχο αγώνα για την ομάδα του στην Τούμπα δεν κατάφερε να ξεφύγει από την γενική μετριότητα της απόδοσης των συμπαικτών του. Όταν τελείωσε το παιχνίδι, ήρθε στον χώρο των ραδιοσχολιαστών που ήταν τότε μέσα στον αγωνιστικό χώρο και σε στάση προσοχής με την έκφραση της ντροπής αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, μου είπε: «Κύριε Λογοθέτη σας ζητώ συγνώμη γιατί με την κακή μου σημερινή εμφάνιση δυσκόλεψα την περιγραφή σας».
Η ΚΟΝΤΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ
Η καριέρα του σημαδεύτηκε από τη διετία 1966-’68 και την περιβόητη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό. Γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Ο ίδιος τα έχει κρατημένα στο πίσω μέρος του μυαλού του και θεωρεί την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη, μετά από δύο χρόνια απραξίας στον Πειραιά, ως την πιο δύσκολη στιγμή που βίωσε στα 30 και βάλε χρόνια στα γήπεδα.
«Ήταν η πιο έντονη στιγμή της ζωής μου. Όταν γύρισα μετά την απραξία δύο χρόνων αρκετοί πίστευαν ότι δεν ήμουν αυτός που ήξεραν. Έλεγαν πολλά. Απέδειξα, ότι δεν έχασα τίποτα από την ποδοσφαιρική ποιότητα και ταυτότητα μου. Ήταν κάτι που το χρωστούσα στον κόσμο του ΠΑΟΚ, που με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή που επέστρεψα στην ομάδα».
Ο Γιώργος Κούδας δεν κρύφτηκε ποτέ πίσω από το δάχτυλο του. Μέσα στο βιβλίο του γράφει τη δική του εκδοχή για την περίφημη υπόθεση της μεταγραφής του από τον ΠΑΟΚ στον Ολυμπιακό. Παραδέχεται πως και ο ίδιος έκανε λάθη.
«Δεν είμαι αφελής. Γνωρίζω ότι ειπώθηκαν και σκληρά λόγια εναντίον μου, όταν έφυγα πολλά λέγονταν ενώπιον μου. Κατάμουτρα! Η παράταση της εκκρεμότητας δημιούργησε εξαιρετικά αρνητικό κλίμα για μένα. Και οφείλω να πω ότι ούτε εγώ, ούτε ο επίσημος ΠΑΟΚ, ούτε ο πατέρας μου, ούτε οι ποδοσφαιριστές, ούτε καν οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να φανταστούν το μέγεθος των αντιδράσεων που ξέσπασαν στη Θεσσαλονίκη». Και καταλήγει στο δικό του συμπέρασμα: «Γράφουν και ξαναγράφουν ότι ο Κούδας ήταν η αφορμή για την αντιπαλότητα και το αβυσσαλέο μίσος, που χωρίζουν τον ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό. Η ιστορία απέδειξε ότι ο Ολυμπιακός είναι η δημοφιλέστερη αλλά και η λαϊκή ομάδα της Νότιας Ελλάδας, όπως και ο ΠΑΟΚ αντίστοιχα της Βόρειας Ελλάδας. Στη Θεσσαλονίκη νοιώθουμε -και νομίζω δικαιολογημένα- πάντα αδικημένοι…
…Σέβομαι τον Ολυμπιακό. Είναι μεγάλο μέγεθος για τον ελληνικό αθλητισμό. Είναι βαριά η φανέλα του. Με αγάπησαν στον Πειραιά, με ήθελαν στην ομάδα, τήρησαν τις υποσχέσεις τους, αλλά πάνω απ’ όλα για αυτούς ήταν ο Ολυμπιακός. Όπως και για μένα πλέον όλη μου η ζωή είναι ο ΠΑΟΚ».
ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΣΤΗΝ ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ
Ένα πρωί του 1958 για δοκιμή στην υπό κατασκευή Τούμπα, μαζί με άλλα 100 παιδιά. Ο κυρ Παύλος που τον πήγε στη δοκιμή πίστευε ότι το ταλέντο του δεν θα περνούσε απαρατήρητο από τον Αυστριακό Βίλι Σέφτσκι. Δικαιώθηκε μετά από ένα δίτερμα μισής ώρας, όταν ο Κούδας έβγαινε φωτογραφία με μια μεγάλη τετράγωνη μηχανή από τον Άγιο Θεράποντα.
Εκείνη η φωτογραφία στο πρώτο του δελτίο θα τον δεσμεύσει μια για πάντα με τον ΠΑΟΚ. Ακόμη κι όταν έφτασε η Ελλάδα να χωριστεί στη μέση για την «ωραία Ελένη» του ΠΑΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του ’60, εκείνη η φωτογραφία και εκείνο το δελτίο θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο. «Με εκείνη την υπογραφή ήσουν δέσμιος μια ζωή με το σωματείο. Ήταν Σεπτέμβριος του ’58 και όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Βασίλης «Καπάντζας» (καπάντζα ήταν η παγίδα για τα πουλιά) Σιδηρόπουλος έφερε το φωτογράφο με τον τρίποδα και το… έπιασε το πουλάκι», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Κούδας, που μετά την περιπέτεια με τον Ολυμπιακό, ένα πρωτάθλημα και δύο κύπελλα με τον ΠΑΟΚ έφτασε μια ανάσα από την Μπαρτσελόνα! Μεσολαβητής ήταν ο ίδιος ο Γιόχαν Κρόιφ και ο πεθερός του «ιπτάμενου Ολλανδού». Τελικά για να μην γίνει η ρεζέρβα του τεράστιου Κρόιφ, ο Κούδας επέλεξε την Εσπανιόλ, αλλά και εκεί δεν πήγε γιατί αρνήθηκε να τα πάρει ο ΠΑΟΚ το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων από τη μεταγραφή.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ
Ο Γιώργος Κούδας γράφει για τη φωτογραφία που «σημάδεψε» την καριέρα του και έγινε η πιο διάσημη με την ασπρόμαυρη φανέλα. Ένα «κλικ» του φωτορεπόρτερ Μιχάλη Παππού, εν έτη 1973, στη νυχτερινή Τούμπα. ΠΑΟΚ – Παναθηναϊκός 2-0, με δύο κεφαλιές, ύστερα από σέντρες του Κούδα, του αείμνηστου Δημήτρη Παρίδη.
«Στη φάση που απαθανάτισε ο Μιχάλης Παππούς, έκανα μια αστραπιαία αλλαγή κατεύθυνσης με μεγάλη ταχύτητα και με την μπάλα στα πόδια, κατευθυνόμενος προς την εστία του ΠΑΟ. Ο Καψής δεν είχε άλλη επιλογή, αφού η φάση ήταν σίγουρο γκολ, από το να με ανατρέψει. Το έκανε, αλλά σημασία έχει το πώς. Προτίμησε να με πιάσει με τα χέρια, παρά να με χτυπήσει από πίσω και να με τραυματίσει πιθανότατα. Για μένα ήταν ένα παλικαρίσιο φάουλ, που φαινομενικά εκθέτει τον αμυντικό, αφού στη φωτογραφία φαίνεται ο Κούδας να καλπάζει και ο Καψής να προσπαθεί κάνοντας βουτιά να τον πιάσει. Κατά βάθος, όμως, η φάση αυτή είναι ένας ύμνος του φερ πλέι. Ο Καψής ήταν ένα παιδί μάλαμα».
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ – ΣΤΑΘΜΟΙ
Ο Κούδας παραμένει ο ρέκορντμαν συμμετοχών σε επίσημα παιχνίδια με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Από το ντεμπούτο του, στις 21 Δεκεμβρίου 1963 σε ηλικία 17 ετών, στο γήπεδο της Λεωφόρου κόντρα στον Εθνικό Πειραιώς (0-1) μέχρι το φινάλε του στις 26 Φεβρουαρίου 1984, ΠΑΟΚ – Αιγάλεω (0-0), αγωνίστηκε σε 607 παιχνίδια. Με 504 συμμετοχές είναι ο ποδοσφαιριστής με τις περισσότερες συμμετοχές με μια και μόνο ομάδα στην Α’ Εθνική.
**21 Δεκεμβρίου 1963 σε ηλικία 17 ετών, ντεμπουτάρει στην Α’ Εθνική κατηγορία με τη φανέλα του ΠΑΟΚ στο γήπεδο της Λεωφόρου κόντρα στον Εθνικό Πειραιώς (0-1).
**1 Απριλίου 1964 μόνο με πρωταπριλιάτικο αστείο δεν έμοιαζε το πρώτο του γκολ με τον ΠΑΟΚ στην Α’ Εθνική, στον αγώνα με τη Νίκη Βόλου (1-0). Συνολικά πέτυχε 133 γκολ.
**15 Σεπτεμβρίου 1965 πετυχαίνει το πρώτο ευρωπαϊκό γκολ στην ιστορία του ΠΑΟΚ στον αγώνα με την αυστριακή Βίνερ (2-1) για το Κύπελλο Εκθέσεων.
**5 Νοεμβρίου 1967 κάνει ντεμπούτο στην εθνική ανδρών στο «Πράτερ» της Βιέννης εναντίον της Αυστρίας (1-1). Συνολικά φόρεσε 43 φορές τη γαλανόλευκη φανέλα σημειώνοντας 4 γκολ.
**5 Ιουλίου 1972 με δύο γκολ οδηγεί τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του πρώτου τίτλου, κερδίζοντας τον Παναθηναϊκό με 2-1 στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας. Με τον ΠΑΟΚ κέρδισε ένα πρωτάθλημα (1976) και δύο κύπελλα (1972, 1974).
**26 Φεβρουαρίου 1984 φοράει για τελευταία φορά την ασπρόμαυρη φανέλα στην Α’ Εθνική. ΠΑΟΚ – Αιγάλεω (0-0). Παραμένει ο πρώτος σε συμμετοχές (504) στην ιστορία του ΠΑΟΚ
**20 Σεπτεμβρίου 1995 στην Τούμπα διεξάγεται φιλικός αγώνας προς τιμή του μεταξύ της εθνικής ομάδας (αγωνίστηκε 25 λεπτά) και της Γιουγκοσλαβίας (0-2). Παράλληλα, γίνονται τα αποκαλυπτήρια της προτομής του από τους οργανωμένους φίλους του ΠΑΟΚ.
ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΡΕΚΟΡ ΤΟΥ
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1995 και ενώ έχει κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια έντεκα ολόκληρα χρόνια νωρίτερα, θα γίνει ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής που φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας αλλά και στον κόσμο! Διότι δεν ήταν απλά ακόμη μία από τις 43 συνολικά διεθνής συμμετοχές του, παρότι ήταν μέλος της «γαλανόλευκης» αποστολής που πήρε για πρώτη φορά μέρος στα τελικά μεγάλης διοργάνωσης, αυτής του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1980 στην Ιταλία.
Πώς έγραψε ιστορία; Κατά λάθος!
Τα αποκαλυπτήρια της μπρούτζινης προτομής του (την οποία βεβήλωσαν αργότερα οπαδοί του Ολυμπιακού) μέσα στο γήπεδο της Τούμπας, θα συνδυαστούν με φιλική αναμέτρηση προς τιμήν του, όχι κόντρα στον ΠΑΟΚ ή σε ομάδα επίλεκτων όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά κόντρα στην κανονική εθνική Γιουγκοσλαβίας! Η ΕΠΟ για μία ακόμα φορά είχε δείξει… υπερβάλλοντα ζήλο διοργανώνοντας επίσημο φιλικό με ξένο διαιτητή, ο οποίος συνέταξε κανονικά φύλλο αγώνα το οποίο και εστάλη στη FIFA! Η συμβολική έτσι συμμετοχή του Κούδα στα 19 πρώτα λεπτά της νικηφόρας μάλιστα αναμέτρησης (2-0) θα τον κάνουν κάτοχο τριών ιδιαίτερα σπάνιων ρεκόρ. Σε ηλικία 48 ετών και 302 ημερών έγινε ο… μαθουσάλας της Εθνικής, έγινε ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο που έχει αγωνιστεί στην Εθνική αλλά και ο πρώτος που χρίστηκε διεθνής, χωρίς να αγωνίζεται σε κάποιο σύλλογο.
Επίσης δύσκολα θα υπάρξει ξανά τόσο μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ δύο διεθνών συμμετοχών του ίδιου παίκτη (για του λόγου το αληθές 13,5 ολόκληρα χρόνια, αφού με το εθνόσημο είχε αγωνιστεί τελευταία φορά στις 10 Μαρτίου του 1982 κόντρα στη Σοβιετική Ένωση)!
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΡΑΣΟΥΛΗ
Το 1980 γνωρίστηκε με αείμνηστο Μανώλη Ρασούλη, λίγο αφού αυτός έχει εμπνευστεί το τραγούδι «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» που με τη φωνή του επίσης αείμνηστου Νίκου Παπάζογλου έγινε μία διαχρονική επιτυχία.