Στην Ουγγαρία, το ποδόσφαιρο και η πολιτική είναι δύο αλληλένδετες έννοιες. Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Μοιάζει περισσότερο με καθεδρικό ναό, παρά με ποδοσφαιρικό γήπεδο. Το θολωτό στέγαστρο, οι ξύλινες επενδύσεις και οι χάλκινοι πυργίσκοι, τα χρωματιστά παιχνιδίσματα του φωτός που επιτυγχάνεται με βιτρό υαλογραφίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι κάποιος παρακολουθεί μία θρησκευτική λειτουργία, μια λιτανεία κατάνυξης και όχι μία αθλητική αναμέτρηση.
Χωράει 3.800 «πιστούς», σχεδόν τους διπλάσιους από τον πληθυσμό του Felcsút, μιας μικρής κωμόπολης περίπου 25 χιλιόμετρα δυτικά της Βουδαπέστης, είναι η έδρα της Ακαδημίας Πούσκας, μιας ομάδας που ιδρύθηκε το 2007, στο χωριό του παντοδύναμου Βίκτορ Όρμπαν.
Για την γυναίκα του, αυτό το έργο τέχνης, ίσως το ομορφότερο ποδοσφαιρικό γήπεδο στον κόσμο, είναι ένας μπελάς, κόβει όλη την θέα από την κουζίνα του σπιτιού της.
Για τον σύζυγό της, είναι το απόλυτο σύμβολο της δύναμης του, η αρχιτεκτονική έκφραση από το μεγαλύτερο του βίτσιο, το ποδόσφαιρο.
Η «Πάντσο Αρένα», που πήρε το όνομα της από το παρατσούκλι του… καλπάζοντα συνταγματάρχη, εκτός από ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα και ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, είναι και ο χώρος που συγχρωτίζεται άφοβα, απενοχοποιημένα, άνετα όλη η οικονομική, πολιτική και η κοινωνική ελίτ της χώρας.
Γεμάτη σουίτες, VIP boxes, χλιδάτες ανέσεις για τους εκλεκτούς της ουγγρικής κοινωνίας, είναι το μέρος όπου κλείνονται όλες οι μεγάλες συμφωνίες για το μέλλον της χώρας, είναι το επίκεντρο όλη πολιτικής δράσης. Εννοείται, πως η πρόσβαση είναι απολύτως ελεγχόμενη για όλους.
Πρόεδρος της Ακαδημίας Πούκας είναι ο Λόρινς Μέσαρος, δήμαρχος του Felcsút και μέσα στους 10 πιο πλούσιους ανθρώπους της χώρας. Παιδικός φίλος του Όρμπαν και υποστηρικτής του κόμματος Fidesz, το οποίο ιδρύθηκε το 1988 από μία ομάδα φοιτητών της νομικής σχολής, αρχικά ως φιλελεύθερο κόμμα με ευρωπαϊκή ματιά και μετά από το rebranding που έκανε μία δεκαετία αργότερα έγινε ένα (ακρο)δεξιό πατριωτικό κόμμα, που έκλεψε της καρδιές των Ούγγρων με το σλόγκαν: «δύο παιδιά, τρία δωμάτια, τέσσερις ρόδες», κάτι που έκανε τον Όρμπαν σε ηλικία 35 ετών τον νεαρότερο Πρωθυπουργό στην Ευρώπη.
Για τον ευερέθιστο, οξύθυμο, καυγατζή και δύσκολο έφηβο (σύμφωνα με δικές του συνεντεύξεις) Βίκτορ Όρμπαν το ποδόσφαιρο ήταν μία εκτόνωση και συνάμα μία μορφή κοινωνικοποίησης. Ως νέος έπαιξε στις ακαδημίες της Βιντεότον, που έφτασε ως τον τελικό του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1985 και ως εν ενεργεία Πρωθυπουργός έπαιζε το 1998 σε ομάδα της τέταρτης κατηγορίας -υπάρχει ένας θρύλος που λέει ότι διέκοψε μία προπόνηση, διότι στην άλλη άκρη της γραμμής τον είχε καλέσει ο τότε πλανητάρχης Μπιλ Κλίντον για να συζητήσουν αναφορικά με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβία!
Για τον Όρμπαν το ποδόσφαιρο είναι σύμφωνα με τα λεγόμενα του: «ένας παράξενος συνδυασμός του να είσαι ελεύθερος, μα συνάμα και στρατιώτης. Οφείλεις να είσαι δημιουργικός, αλλά μέσα στο πλαίσιο της συλλογικότητας. Το δίλημμα όλων των σύγχρονων κοινωνιών: να είναι οργανωμένες, αλλά να μην καταπατούν τις ελευθερίες».
Επί σειρά δεκαετιών, η Ουγγαρία ήταν μία ποδοσφαιρική χώρα χωρίς ποδόσφαιρο. Τα κατορθώματα της Αράντσιπατ, της χρυσής ομάδας του Πούσκας, του Χιντεγκούτι, του Κότσις που έφτασε σε δύο τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου (1938, 1954), της ομάδας που διέλυσε την Αγγλία μέσα στο Γουέμπλεϊ με 6-3 (και μερικούς μήνες αργότερα με 7-1), που σάρωσε την Γερμανία με 8-3, κατέκτησε ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο το 1952 και μέσω του Φλόριαν Άλμπερτ πήρε και «Χρυσή μπάλα» περνούσαν από γενιά σε γενιά, δίχως να υπάρχει τίποτα σύγχρονο να διηγηθεί κάποιος.
Το όραμα του Όρμπαν ήταν να αναστήσει το ουγγρικό ποδόσφαιρο από την τέφρα του, να δημιουργήσει ξανά μία ταυτοτική σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και το αγαπημένο της άθλημα και συνάμα να κάνει εσωτερική και εξωτερική πολιτική μέσω της μπάλας.
Σχεδόν όλες οι ομάδες της πρώτης κατηγορίας έχουν άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή ή χορηγική σχέση με το κόμμα Fidesz, στο οποίο ηγείται. Η μπάλα έγινε ένας σχεδόν υποχρεωτικός χώρος επένδυσης, για όσους ήθελαν να έχουν καλές σχέσεις με το κράτος, από το 2010 και μετά επικράτησε ένας κατασκευαστικός οργασμός.
Υπολογίζεται ότι σε αυτό το χρονικό διάστημα χτίστηκαν σε όλη την χώρα 1.590 νέα γήπεδα ποδοσφαίρου και άλλα 2.800 ανακατασκευάστηκαν, η συνολική επένδυση (είτε με κρατικά κεφάλαια, είτε με επενδυτικά fund που εξασφάλιζαν διάφορες φοροαπαλλαγές) ξεπερνάει τα 3 δις (!) ευρώ, όλα αυτά για ένα πρωτάθλημα που ο μέσος όρος εισιτηρίων οριακά ξεπερνάει τις 3.500!
Η Βουδαπέστη είχε καταθέσει πρόταση να διεξάγει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 και θα πράξει το ίδιο για το 2036. Πήρε τον τελικό του Champions League για το 2026, οι περισσότερες ομάδες έχτισαν σύγχρονα, υπερπολυτελή γήπεδα, βιτρίνα μιας πολιτικής που βασίζεται στο αρχαίο ρωμαϊκό ρητό: «άρτος και θεάματα».