Από όπου και να προσπαθήσει να πιάσει κανείς το αποψινό ματς της Τούμπας, είναι αδύνατον να μην κεντράρει στο 4ο λεπτό των καθυστερήσεων του πρώτου ημιχρόνου. Ένα έργο άλλαξε τελείως σενάριο, ένα πετυχημένο ευρωπαϊκό βράδυ μασκαρεύτηκε, ντύθηκε καρναβάλι. Βραζιλιάνικο που έχει το όνομα, και βέλγικο που είχε – στην συγκεκριμένη περίπτωση – τη χάρη.
Το είδος του Βίσερ φάνηκε από το πρώτο λεπτό της αναμέτρησης. Όπως και η προτίμηση. Η κλασική περίπτωση διαιτητή που νιώθει ένα σκαλί πάνω από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του αγωνιστικού χώρου, με το κεφάλι και τη μύτη ψηλά.
«Θύμα» της αυταρέσκειας και της αλαζονείας του Βέλγου ήταν ο Τάισον. Αδικαιολόγητος και ανόητος, ακόμα κι αν δεν είπε τίποτα στη φάση. Μόνο η χειρονομία έφτανε. Θα έπρεπε να είχε καταλάβει ήδη με τι έχει να κάνει.
Από τη μεριά του, ο άμεμπτος διαιτητής μετατράπηκε σε… καρτάκια στο δεύτερο μέρος επιβεβαιώνοντας μόνος του το μέγεθος του λάθους που έκρινε εν πολλοίς μια αναμέτρηση. Άλλαξε ξαφνικά την πολιτική του, άλλαξε απότομα τον τρόπο διαιτησίας του. Αυτός μάλλον είχε ντυθεί καρναβάλι νωρίτερα και μετά έβγαλε την αποκριάτικη στολή.
Ο ΠΑΟΚ λοιπόν που ήταν τόσο άψογα προσηλωμένος στο πλάνο για τα 45 λεπτά, έχασε σταδιακά αλλά γρήγορα, πρώτα έναν ποδοσφαιριστή από το γήπεδο, μετά το μυαλό του, μετά το προβάδισμα και τελικά τη νίκη. Και πριν από όλα αυτά, είχε δεν τον Μιχαηλίδη να αποχωρεί τραυματίας μεταβάλλοντας επίσης την ισορροπία της ομάδας.
Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την κατάσταση παρά την 15λεπτη ανάπαυλα του ημιχρόνου. Μπήκε θολωμένος, επιδόθηκε σε σωρεία αδικαιολόγητων λαθών και προφανώς κάποια θα πλήρωνε. Δυο φορές σε διάστημα δέκα λεπτών ήταν αρκετές για να δει σκορ να γυρίζει τούμπα, κι από ρόλο φαβορί να παίρνει τον ρόλο αουτσάιντερ.
Προφανώς δεν κρίθηκε η πρόκριση. Προφανώς θα παιχτεί στο Βουκουρέστι. Τα λάθη όμως είναι λάθη. Και καταγράφονται. Και πληγώνουν. Και πονάνε.