Ο Τζόντζο Κένι πίστευε ότι θα μείνει για πάντα στο Μέρσεϊσαϊντ, αλλά η ζωή σκαρώνει τα πιο ανατρεπτικά σενάρια.
Καμιά φορά δεν γίνεσαι κάτι. Γεννιέσαι. Η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη.
Θυμάται με ανατριχίλα εκείνα τα μεσημέρια Σαββάτου. Οι παμπ γεμάτες. Οχλοβοή. Συνθήματα. Pints να τσουγκράνε. Ένας ασύλληπτος ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα κάθε φορά που έπαιζε εντός έδρας η Έβερτον.
Κι εκείνος, μικρό παιδάκι, να διασχίζει όλη την απόσταση, περίπου ένα μίλι από το πατρικό του στην συνοικία του Kikland ως το Γκούντισον Παρκ και να εντυπώνει μέσα του τα πάντα. Κανονικά ήταν πέντε λεπτά δρόμος, αλλά τα έκανε σε πέντε ώρες. Για να ρουφήξει τα πάντα.
Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ήθελε μόνο ένα πράγμα. Να παίξει στην Έβερτον. Τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε κανένα άλλο επάγγελμα και καμία άλλη ομάδα στον πλανήτη για εκείνον.
Εννιά ετών γράφτηκε στις ακαδημίες της και ακριβώς μετά από 10 χρόνια ένιωσε την απόλυτη ανατριχίλα, όταν έκανε το ντεμπούτο του στην Premier League με τα «ζαχαρωτά». Έπεσε σε δύσκολα, ζόρικα χρόνια.
Ο Τζόντζο Κένι, ένας γνήσιος scouser, έγινε από τους αγαπημένους της εξέδρας. Ένα ντόπιο παιδί, που σκίζεται για την φανέλα, πονάει τον σύλλογο, ένας τύπος που δίνει ό,τι έχει και δεν έχει σε κάθε φάση.
Για χρόνια χαρακτήριζε τον εαυτό του ενδημικό πουλί. Σπάνια έφευγε μακριά από το Λίβερπουλ και όταν το έκανε με τις μικρές εθνικές της Αγγλίας αισθανόταν σαν ψάρι έξω από το νερό.
Ένας κλασικός scouser, που δεν πίστευε ποτέ ότι θα αποδημήσει μακριά από το Μέρσεϊσαϊντ. Κι όμως, όταν κατάλαβε ότι δεν θα φάει ποτέ την θέση του λαϊκού ήρωα, Σίμους Κόουλμαν δοκίμασε για πρώτη φορά κάτι άλλο. Και του άρεσε.
Πέρασε φανταστικά στην Σάλκε, όχι τόσο καλά στην Γλασκώβη και την Σέλτικ και αξέχαστα στο Βερολίνο. Άνοιξε τους ορίζοντες του έμαθε γερμανικά, είδε άλλους πολιτισμούς, δοκίμασε άλλες γεύσεις, κατάλαβε ότι ο κόσμος δεν ξεκινάει και τελειώνει στο Λίβερπουλ.
Έγινε αποδημητικό πουλί, που δεν είχε πια κανέναν ενδοιασμό να ανοίξει τα φτερά του για να γευτεί τις ομορφιές της Θεσσαλονίκης.