Είναι αγρίμι. Δεν μπορείς να καταλάβεις με δαύτον πως βλέπει το ποδόσφαιρο. Το βλέπει σαν δουλειά; Σαν παιχνίδι; Σαν υποχρέωση; Σαν αρένα μάχης; Σαν πεδίο (αυτό)επιβεβαίωσης;
Τρέχει, τρέχει, τρέχει μα δεν ιδρώνει! Λες και είναι κανένας Κενυάτης δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Είναι σαν πίτμπουλ. Δέρμα και μετά μύες. Καθόλου λίπος.
Δεν χαμογελάει σχεδόν ποτέ. Δεν λαϊκίζει. Δεν φιλάει σήματα, δεν πανηγυρίζει στην «4», δεν κάνει δηλώσεις. Για αυτόν υπάρχει το γήπεδο. Τίποτα άλλο.
Μικρός ήταν μέσα σε κάθε τσαμπουκά. Μπλεκόταν σε καυγάδες για ψύλλου πήδημα, ήταν ζωηρός, ατίθασος, δύστροπος και στο γήπεδο κλωτσούσε πολύ. Λες και για κάποιο λόγο ήθελε να το παίξει ο «σκληρός» της παρέας. Στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Μακελελέ». Τρέξιμο, ψυχή, κλωτσιές.
Στις φλέβες του εκ Κορυτσάς ορμώμενου Εργκούς Κάτσε μπορεί να μην κυλά κρητικό αίμα, μα θα μπορούσε να είναι ο πιτσιρικάς που πρωταγωνιστεί στην «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη. Εκεί όπου ο μικρός θέλοντας να μάθει την έννοια της υπέρβασης αποτείνεται στον γέροντα παππού του:
– Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
– Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να ’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
– Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
– Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Αν υπήρχε βραβείο για τον πιο βελτιωμένο παίκτη της χρονιάς, θα ήταν ήδη στα χέρια του. Με ατέλειωτες ώρες δουλειάς, με πείσμα, με ταπεινότητα ο Κάτσε έφτασε εκεί που δεν μπορούσε. Όχι, στο να γίνει βασική μονάδα του ΠΑΟΚ. Για όσους τον ξέρουν από… μπόμπιρα αυτό ήταν μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Ο Εργκούς Κάτσε στο ματς με τον Αστέρα Τρίπολης δειλά, δειλά άφησε την θέση του λίμπερο στα στημένα και έτρεξε να εκτελέσει το κόρνερ μπροστά από την 6! Η εκτέλεση δεν ήταν καλή. Προσπάθησε πάλι. Κάπως καλύτερα. Από ένα απλό μηχανάκι, ο Κάτσε κέρδισε το δικαίωμα να εκτελεί τα κόρνερ στην δική του προσωπική υπέρβαση. Προς το τέλος του παιχνιδιού είδε (αυστηρή) δεύτερη κίτρινη κάρτα. Ο παλιός Εργκούς θα τα έκανε όλα λίμπα. Θα γύριζε το μάτι του από την αδικία. Εκείνος, στωικά, έφυγε τρέχοντας για τα αποδυτήρια. Ωρίμανση.
Αυτός θα έπρεπε να είναι το role model για κάθε παιδάκι. Λίγα λόγια, πολλή δουλειά, κεφάλι κάτω, καθημερινός αγώνας για προσωπική βελτίωση. Η εξέλιξη του ποδοσφαιριστή και ανθρώπου Εργκούς Κάτσε θα πρέπει να αποτελέσει το ζωντανό παράδειγμα για την εξέλιξη του ΠΑΟΚ στο επόμενο επίπεδο…