Κάθε φορά που βλέπω να καταλογίζεται ένα ανύπαρκτο πέναλτι, θυμάμαι πάντα ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1997 στο Λονδίνο, όταν έβλεπα στη βρετανική τηλεόραση έναν αγώνα της Premier League μεταξύ Άρσεναλ και Λίβερπουλ. Το σκορ ήταν 0-1, όταν στο 65ο λεπτό ο Ρόμπι Φάουλερ κερδίζει την… εσχάτη των ποινών σε “ανατροπή” του από τον Ντέιβιτ Σίμαν. Παράβαση δεν υπήρξε ποτέ, και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων (και των δικών μου φυσικά), ο επιθετικός της Λίβερπουλ κάνει το χαρακτηριστικό νόημα στον διαιτητή που είχε δείξει τη βούλα, πως δεν είχε γίνει τίποτα το μεμπτό. Αμέσως μετά στρέφει το κεφάλι του προς τον Σίμαν λέγοντας “Σόρι, Ντέιβ”. Ο ρέφερι δεν άλλαξε απόφαση, ο Φάουλερ πήρε την μπάλα, εκτέλεσε κανονικά, ο Σίμαν απέκρουσε αλλά στην επαναφορά ο Μακατίερ έκανε το 0-2. Τελικό σκορ 1-2.
Πριν λίγους μήνες, στην 18η επέτειο εκείνου του θρυλικού fair play, ο Φάουλερ είπε για εκείνη τη βραδιά: “Δε νομίζω ότι υπήρχαν πολλοί φίλαθλοι της Λίβερπουλ που χάρηκαν με την κίνηση μου εκείνη τη στιγμή. Και δε νομίζω ότι υπήρχαν επίσης και πολλοί χαρούμενοι στον πάγκο της ομάδας, όπως οι προπονητές μου. Πάντως, δεν έχασα το πέναλτι σκόπιμα, απλά ήταν μια κακή εκτέλεση. Τα θυμάμαι όλα σαν να έγιναν χτες…”.
Άλλες δυο χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις, υπήρξαν τα τελευταία χρόνια τόσο στην Bundesliga όσο και στο Ρουμάνικο πρωτάθλημα με πρωταγωνιστή τον “δικό μας” Κοστίν Λαζάρ!
Εδώ ο Άαρον Χαντ της Βέρντερ, σε αγώνα με την Νυρεμβέργη διορθώνει την απόφαση του διαιτητή…
Κάτι ανάλογο έκανε και ο Λαζάρ με τη φανέλα της Ραπίντ Βουκουρεστίου το 1999…
Αφορμή για όλα τα παραπάνω, αποτελεί προφανώς η φάση του 68ου λεπτού στο σημερινό ματς της Τούμπας. Ένα κατά φαντασίαν πέναλτι, ένας “ηθικός αυτουργός” κι ένας “εκτελεστής”. Με πόση ευκολία ή δυσκολία μπορεί χαρακτηριστεί κάποιος ανήθικος, εκμαιεύοντας μια απόφαση του διαιτητή ή πετυχαίνοντας ένα γκολ που δε θα πρεπε να μπει; Πόσο δε μάλλον όταν αυτό τελικά κρίνει ένα αποτέλεσμα.
Η μία πλευρά του νομίσματος είναι σκληρή. Συναισθηματικά κενή. Οι ποδοσφαιριστές και οι ομάδες παίζουν για τη νίκη. Από αυτές ζουν, πληρώνονται, μεγαλώνουν και κρίνονται επιτυχημένες/οι ή όχι. Στο γήπεδο ο καθένας κάνει τη δουλειά του. Οι παίκτες παίζουν, ο διαιτητής αποφασίζει. Ο Φάουλερ, όπως είδαμε παραπάνω, είπε την άποψη του στον διαιτητή αλλά όταν βρέθηκε απέναντι από τον Σίμαν στο πέναλτι, ήθελε να σκοράρει. Στέλνοντας απλά την μπάλα άουτ, θα ήταν μια κίνηση κόντρα στα συμφέροντα της ομάδας ή των αφεντικών που σε πληρώνουν.
Επειδή όμως μιλάμε για ποδόσφαιρο, για ένα παιχνίδι που επηρεάζει ή και καθορίζει τα συναισθήματα χιλιάδων φιλάθλων, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το fair play δεν είναι απλά μία ενέργεια ανωτερότητας, αλλά μπορεί να αντικατοπτρίζει την ιδεολογία και την περηφάνια μιας ομάδας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, του ΠΑΟΚ.
Στην ιστορία του, ο Δικέφαλος είχε, επί δεκαετίες ολόκληρες, τον ρόλο του αδικημένου στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Σύμβολο του ήταν λεβεντιά, η καθαρότητα, η προσπάθεια να “σπάσει” το κατεστημένο με τις δικές του δυνάμεις και εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Πάντα ήθελε να μην αδικείται, και όχι να αδικεί. Δεν είχε ποτέ άλλωστε τέτοια παρασκηνιακή δύναμη.
Προσπαθώ να ψυχανεμιστώ, τι θα γινόταν και πώς θα αντιδρούσε η κερκίδα της Τούμπας αν ο Τζαβέλλας έλεγε “όχι” στον Μήτσιο με το δάχτυλο ή αν ο Κλάους έστελνε την μπάλα επιδεικτικά ψηλά άουτ. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αλλά πιστεύω ότι θα έκαναν αυτό που λέει η ψυχή του μέσου ΠΑΟΚτσή. Κανείς άλλωστε δεν έγινε ΠΑΟΚ για τους τίτλους, αλλά για όλα τα άλλα…
Επικοινωνία στο…
Facebook: Thodoros Hastas
Twitter: ThodorosHas