Για τις ανάγκες της σημερινής μας ιστορίας, θα μεταφερθούμε περίπου δυο μήνες πίσω στο χρόνο. Περπατούσα και πάλι μετά από καιρό μέσα στο πυκνό δάσος. Εκεί όπου είχα ξαναβρεθεί πριν το καλοκαίρι για να συναντήσω τη φοβερή γιαγιά-μέντιουμ. Αυτή που μου τα είχε προβλέψει όλα πριν τα πλέι οφ.
Μετά από αρκετή ώρα, ξεπρόβαλε στο ξέφωτο το μικρό σπίτι, όπου η γριά με τις μαντικές ικανότητες θα μου έλυνε όλες τις απορίες. Μπήκα μέσα και η γιαγιά με την τσαλακωμένη φάτσα από τις ρυτίδες-φαράγγια και τη μύτη μπουγατσομάχαιρο με υποδέχτηκε αμέσως μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο πάνω από τη γυάλα της:
«Μπα, μπαααα, like the snows. Bρε καλώς τον. Εσύ δεν είσαι που χτενίζεις με το επίθετό σου; Tώρα που το σκέφτομαι, δε θα έπρεπε κανονικά να γίνεις κομμωτής με αυτό το επίθετο;
«Γιατί ρε γιαγιά; Αν είναι έτσι, ο Γλύκος έπρεπε να γίνει ζαχαροπλάστης και ο Κακά βοθρατζής. Για να μη σου πω τι έπρεπε να γίνει ο Μουνίτις…»
«Σωστό κι αυτό. Λοιπόν, πάμε γιατί σε χρεώνω ήδη και μετά έχω ραντεβού με τη Σαπουντζάκη.»
«Μπα τι έγινε;»
«Τίποτα. Απλά σε κανα δυο μήνες θα πεθάνει ο Φιντέλ Κάστρο. Έτσι θα πάει τελικό η Ζωζώ με τον Μητσοτάκη και θέλει να της πω το αποτέλεσμα. Κι έχω τόσα αιτήματα να τους πω τι θα γίνει και στις αμερικανικές εκλογές που δεν προλαβαίνω.»
«Μπορείς να μου πεις το αποτέλεσμα γιαγιά;»
«Φυσικά θα βγει αυτός με το μποφοριασμένο μαλλί-playmobil. Αυτός ο …μαλλιάκας.»
«Γιαγιά ήθελα να σε ρωτήσω…»
«Άσε ρε Κωστάκη. Ξέρω γιατί ήρθες. Τι δουλειά κάνουμε; Στο είπα και την άλλη φορά: Φίδια λούζουμε ή Πόκεμον κυνηγάμε;»
«Πες ρε γιαγιά θα με σκάσεις πάλι.»
«Λοιπόν άκου τι βλέπω στη γυάλα-high definition για τον ΠΑΟΚ. Σε ένα μήνα από τώρα θα έχεις πάθει διπλό κάζο απροσδόκητα και μέσα και έξω από κάτι που θα μπερδεύει το λαϊκό τραγούδι με την κλασσική μουσική.”
“Τι εννοείς; Τι σχέση έχουν οι μουσικές με τον ΠΑΟΚ;»
«Μη βγάζεις γλώσσα και μην πολεμάς τη γιαγιά, γιατί ξέρω που μένεις. Περίμενε να δω κάποια κομμάτια στη γυάλα να σου πω: Το ένα μισό από το οποίο θα πάθεις τη νίλα μου βγάζει μια «Νύχτα ξελογιάστρα» ένα «Άλλοθι» και ένα «Άστην να λέει». Σου λένε κάτι;»
«Καρρά;»
«Α γεια σου, κράτα το Καρρά. Το άλλο μισό είναι… δείχνει «Τοκάτα», «Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα», «τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα» και το «Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο.»
«Μπαχ;»
«Με σοκάρει βαθιά που ξέρεις εσύ ειδικά τον Μπαχ. Εσύ που το πιο ποιοτικό σου cd είναι το «Σαφέτης, Χαρά Βέρρα με Σταυράκη Παζαρέντζη και Λευτέρη Ζέρβα σε τσιγγάνικο γάμο στα Βραχνέικα Αχαΐας»
«Τον Μπαχ τον έμαθα όταν τα είχα με μια ωραία τύπισσα που έπαιζε βιολοντσέλο»
«Γιατί χωρίσατε;»
«Γιατί αυτή έπαιζε συνεχώς στη συμφωνική κι εγώ… διαφωνούσα!»
« Λοιπόν Κωστή, έβαλες μαζί τον Καρρά και τον Μπαχ; Σου λέει κάτι το όνομα;
«Ωχ! Καραμπάχ ρε γιαγιά ; Θα χάσω δυο φορές από την Καραμπάχ; Πλάκα κάνεις. Πες μετά;»
«Μετά όλα θα αλλάξουν γιατί ενώ θα είναι να αποκλειστείς, όχι από τα χιόνια, θα νταραβεριστείς με μία που τη λένε…. Αχ δεν το βλέπω καλά το όνομά της. Χμμ κάτι σε Τίνα;»
«Ποια Τίνα, η Τίνα Τάρνερ. Μα αυτή είναι τόσο γριά, που δούλεψε σερβιτόρα στο Μυστικό Δείπνο…»
«Στάσου στάσου, το βλέπω πιο καθαρά τώρα. Όχι Τίνα, αλλά Ντίνα. Ναι, ναι Ιταλίδα μάλιστα, που τελειώνει σε Ντίνα. Θα φοράει μοβ και εσύ θα την αποτελειώσεις στο τέλος με παγκάρι, σαλιγκάρι, σφουγγάρι κάτι σε -γκάρι τέλος πάντων. Πριν από αυτό θα της ‘ξηγήσει το όνειρο ένας που έχει επάνω γελάδια, πρόβατα και τρακτέρ….»
«Κάμπος;»
«Αυτός»
Αλλά τι μου είπες γιαγιά; Θα πατήσω το στεφάνι μου με Ιταλίδα;»
«Καταρχήν τα στεφάνια είναι για τις μπασκέτες. Δεν εννοώ εσύ, αλλά ο ΠΑΟΚ ντε. Κι εκεί πάνω στο μεθύσι που θα έχεις ρίξει την Ιταλίδα και θα σε καμαρώνει όλη η Ευρώπη, μετά ωιμέ…. βλέπω μαύρο σκοτάδι, πίκρα, θλίψη, οργή, μπάχαλο και ξενέρωμα ….»
«Ωχ τι θα γίνει γιαγιά;»
«Θα έρθει ένας από μια περιοχή που κουτσουλάει στις πλατείες, ένας που δεν πρόκειται ποτέ να βγάλει μούσια. Βλέπω κι ένα μικρό κοράκι σε πάγκο. Αφού θα τον κάνεις κουδούνια στο πρώτο, στο δεύτερο, παθαίνεις κραχ και μπάτε σκύλοι αλέστε. Και θα φας 3 σε λίγα λεπτά. Και θα έχεις αμυντικούς, αλλά θα είναι σαν να μην έχεις! Και θα τρελαθεί ο Βλαδίμιρος όχι ο Πούτιν, ο άλλος ο ψηλός, και θα του γυρίσουν τα μυαλά και τα μάτια γιατί θα νιώσει ότι τον πρόδωσαν κάποιοι και θα πει λόγια βαριά. Και δε θα έχει επιστροφή μετά από αυτό…
Και στο καπάκι θα πει φύγε σε αυτόν που έχει το «έλα» στο επίθετο. Και θα τον στείλει στους μικρούς αλλά θα πάρει άδεια για να μην ανταμώσει με τον Γκαρσία.
«Καλά ρε γιαγιά, ξέρεις και τον Γκαρσία;»
«Τον Πάμπλο; Πλάκα με κάνεις ρε Τσατς; Εννοείται. Τους καθαρούς και τους κρυστάλλινους, η γυάλα τους βγάζει αμέσως, αφού. Από συναδελφική αλληλεγγύη!»
«Και μετά; Τι, γιαγιά πες μου;
«Μετά βλέπω μια φτηνή ήττα από τον παλιό ντεμέκ φίλο σας, που έχει και ούζο στο όνομά του με ένα σουτ ξερό όπου ένας Σέρβος χωρίς φωνήεντα που το επίθετό του ψήνει ελληνικούς καφέδες, θα κάνει το πρώτο μανεκέν τσάλεντζ εν ώρα αγώνα.
«Ο Μπρίκιτς! Κι ύστερα;»
«Ύστερα τους βλέπω όλους κλεισμένους σε μια «φυλακή» με βελούδα, σ’ ένα ψηλό κτίριο με πολλούς τουρίστες δίπλα στην θάλασσα επειδή ο μεγάλος θα έχει ακούσει μια φωνή που θα του λέει: Στους 32 θες να πας; Κλείσ’ τους στο Παλλάς.
Και μετά από αυτό Τσατς, θα περάσεις στους 32! Και ο Γα-μάτος θα πάει να πιάσει τον άλλον τον σφαίρα και θα κάνει πιρουέτα-καρατιά στον αέρα. Βλέπω και τον Ρόντυ από το Μπλεκ με το 77 στην πλάτη να βάζει το δεύτερο και να τον αγκαλιάζει αυτός που λέγαν ότι δεν είχε δεύτερο σακάκι, αλλά έσωσε αυτό που αγαπάς από την καταστροφή. Α, κι αυτός που λέγαμε πριν με τη μαστίχα θα ακούσει τελευταία φορά το όνομά του στην Τούμπα από τον αντίπαλο προπονητή και θα πάει να παίξει κάτω από τον Παρθενώνα ή στη χώρα της Άνχελα…
Τέλος θα έρθει ο Οτσαλάν, αυτός που αδιαθετεί ντε στις συνεντεύξεις τύπου στην Τούμπα, για να σου κάνει ζημιά, αλλά θα καθαρίσει ένας γα-Μάτος. Άκου κι ένα ποδοσφαιρικό από τη γιαγιά. Με τρεις τέτοιους όπως ο γα-Μάτος για να στο πω με ορολογία χαρτορίχτρας, δε θα τα βρίσκεις… μπαστούνια, αλλά θα πάρεις… κούπα.»
«Κάτι τελευταίο. Στο Europa γιαγιά αφού θα περάσουμε με ποιον θα κληρωθούμε;»
«Μ’ αυτόν 1-0»
«Έλα, έλα πες μου γιαγιά»
«Τέλος χρόνου. Θα σου στείλω σημάδι και θα το καταλάβεις σε δύο μήνες από σήμερα με ποια ομάδα θα πέσεις και….ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ… ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ…ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ..»
Πετάχτηκα κάθιδρος από το βαθύ ύπνο. Μα τι όνειρο ήταν αυτό: Ήταν το κουδούνι της εξώπορτας που με ξύπνησε ξαφνικά. Την προηγούμενη νύχτα μετά τη νίκη με τον Πλατανιά με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Τρέχω γρήγορα στην πόρτα. Ανοίγω και βλέπω μια ξανθιά ψηλή που κάτι μου θυμίζει. Φορά μπλε κολλητό μπλουζάκι με ντεκολτέ και λευκό καυτό σορτσάκι, το «ρο» το προφέρει «γο» και αμέσως μου λέει:
«Καλησπέγα και guten Abend lieber Κωστής. Είμαι η Σάλυ και έγχομαι από τη Γεγμανία. Ήγθα εδώ απέναντί σου. Δεν ξέγω αν με θυμάσαι, αλλά είχαμε βγεθεί και το 2013. Θα με αφήσεις να πεγάσω;»
«Μπα, δε νομίζω γερμανιδούλα! Αυτήν τη φορά ΕΓΩ, θα περάσω…»