Τον παλαίμαχο διεθνή ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ, Γιάννη Δαμανάκη, τίμησε χθες (9/1) ο Δήμος Χανίων (και όχι μόνο…) σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου.
Ο βετεράνος άσος του Δικέφαλου είναι ο μοναδικός Χανιώτης ποδοσφαιριστής, που έχει αγωνιστεί με την εθνική ομάδα των ανδρών, ξεκινώντας την καριέρα του το 1970 από τον ΑΟ Χανιά. Το 1976 μεταγράφηκε στον ΠΑΟΚ, όπου αγωνίστηκε έως το 1985, όταν κατέκτησε και το πρωτάθλημα με τον Δικέφαλο.
Ο Γιάννης Δαμανάκης παρέλαβε τιμητικές πλακέτες από τον Δήμο Χανίων, αλλά και από τον ΑΟΧ/Κισσαμικό, τον Γαλανόλευκο Φάρο, τον Θησέα Περιβολίων και τον ΣΦ ΠΑΟΚ Χανίων.
Συγκινημένος ο βετεράνος άσος του ΠΑΟΚ τόνισε: «Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους συνέβαλαν για να γίνει αυτή η γιορτή. Για μένα, ήταν ένα όνειρο από τα παιδικά μου χρόνια να παίξω μπάλα. Ο Θεός με βοήθησε και πήγα σε εκείνη την «ευλογημένη» ομάδα, τον ΠΑΟΚ, μία τεράστια ομάδα, με τεράστιους ποδοσφαιριστές και καλούς χαρακτήρες. Έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω… Δεν το έκανα για τον εαυτό μου, το έκανα για την πατρίδα μου και η πατρίδα μου είναι τα Χανιά. Πιστεύω πως όταν έφυγα στη Θεσσαλονίκη, αυτό έγινε με τις ευχές όλων των Χανιωτών και οι ευχές της πόλης μου με συνόδευαν όσα χρόνια έπαιξα μπάλα στη Θεσσαλονίκη.
Όταν έπαιζα μπάλα δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο εκτός από αυτό. Σήμερα, έχουν αλλάξει τα πράγματα γιατί οικονομικά οι ποδοσφαιριστές παίρνουν μεγάλα ποσά. Κι εμείς παίρναμε κάποια ποσά, αλλά δεν ήταν όπως τα σημερινά. Αγαπούσαμε αυτό που κάναμε, ζούσαμε γι’ αυτό που κάναμε. Ήμασταν μία δεμένη και αγαπημένη οικογένεια στον ΠΑΟΚ που αν δεν ζήσεις αυτά που έζησα εγώ, με αυτούς τους τεράστιους ποδοσφαιριστές, δεν μπορείς να καταλάβεις. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής μου… Έπειτα, αυτό που με βοήθησε ώστε να κάνω μια μεγάλη καριέρα ήταν η οικογένειά μου, η γυναίκα και τα παιδιά μου. Με βοήθησαν πάρα πολύ γιατί όταν έπαιζα μπάλα η γυναίκα μου ήταν… πατέρας, μάνα, γιατρός, όλα ήταν! Με στήριξαν όλοι πάρα πολύ και με βοήθησαν να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Νιώθω ευλογημένος από το Θεό που πήγα και έπαιξα σε αυτή την τεράστια ομάδα του ΠΑΟΚ».
Για τη διαφορά του ΠΑΟΚ της εποχής του και του σήμερα είπε: «Υπάρχει μεγάλη διαφορά όχι μόνο στον ΠΑΟΚ, αλλά σε όλες τις ελληνικές ομάδες γιατί δεν υπάρχουν Έλληνες ποδοσφαιριστές. Είμαι τοπικιστής. Μου αρέσει να παίζουν ντόπιοι, Ελληνες παίκτες στις ομάδες. Δε νομίζω ότι ξαφνικά χάθηκαν οι Έλληνες ποδοσφαιριστές. Απλά, έχουν γίνει έτσι τα πράγματα που όλες οι ομάδες κοιτάζουν να πάρουν ξένους και να πάρουν πρωταθλήματα, κύπελλα και να παίξουν στην Ευρώπη και… δυστυχώς δεν κάνουν τίποτα, διότι στην Ελλάδα έρχονται ποδοσφαιριστές, που δεν είναι ποιοτικοί, αλλά από την άκρη είναι ό,τι βρουν. Δεν είναι της ποιότητας, τότε, που είχαμε, 2-3 πάρα πολύ καλούς. Τώρα αυτοί δεν υπάρχουν στις ομάδες κι ενώ υπάρχουν καλοί Έλληνες παίκτες, δυστυχώς δεν τους στηρίζουν».
Ακόμη για την εθνική ομάδα του 1980, της οποίας ήταν μέλος είπε: «Με όλα τα παιδιά, όπως με τον Μάικ Γαλάκο που βρίσκεται εδώ, μας δένει μία μεγάλη ιστορία. Όπου δεν υπάρχει αγάπη κι ενότητα σε μία ομάδα, δεν υπάρχει τίποτα. Ο συγχωρεμένος Παναγούλιας, αυτός ο μεγάλος Έλληνας προπονητής, είχε καταφέρει να μας κάνει να παίζουμε ο ένας για τον άλλον κι έτσι κάναμε μία μεγάλη ομάδα που είχε ως αποτέλεσμα το 1980 να προκριθούμε στο Κύπελλο Εθνών».
Για την περίοδο που μεταγράφηκε από τον ΑΟ Χανιά στον ΠΑΟΚ: «Το 1974 είχε έρθει ο ΠΑΟΚ στα Χανιά και μας κέρδισε στο 90′ με 1-0. Είχαμε καλούς, ποιοτικούς παίκτες τότε στα Χανιά που δεν υπάρχουν ακόμα και σήμερα στις ομάδες. Έλειπε όμως το κάτι παραπάνω, το οικονομικό, για να κάνουμε το μεγάλο άλμα στην μεγάλη κατηγορία. Όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, έφυγα με τις ευχές από τα Χανιά και ήθελα να αποδείξω ότι τα Χανιά έχουν καλούς παίκτες. Και τώρα έχουμε, απλώς, δεν στηρίζονται. Ίσως πολλά παιδιά μπορούσαν τότε να παίξουν σε μεγάλες ομάδες, αλλά για διάφορους λόγους δεν έπαιξαν».
Για τις μνήμες του από τη Θεσσαλονίκη: «Όποτε βλέπω ματς του ΠΑΟΚ και αναφέρομαι στη Θεσσαλονίκη, για μένα είναι ένας πόνος στην καρδιά… Μια πολιτεία που με αγάπησε, μου έδωσε τα πάντα στη ζωή μου και την οικογένειά μου. Μου λείπει πάρα πολύ, αλλά είμαι Χανιώτης και πρέπει να ζω στα Χανιά. Στενοχωριέμαι όμως γιατί μπορώ να πω ότι αυτό που εισέπραξα από τη Θεσσαλονίκη, δεν το εισέπραξα από τα Χανιά… Στη Θεσσαλονίκη εισέπραξα μια μεγάλη αγάπη και μια μεγάλη αγκαλιά».