Λίγο πριν ξεψυχήσει, λίγο πριν παραδοθεί, ο ΠΑΟΚ έριξε μία στο τραπέζι, αναποδογύρισε τα πάντα και όρμησε στην πίστα για ρίξει μία τελευταία ζεϊμπεκιά. Έγινε ξανά ο εαυτός του.
Όταν πια κανείς δεν πιστεύει σε σένα…
Όταν ο ίδιος σου ο προπονητής λέει δημόσια ότι είσαι χειρότερος από τον βασικό σου αντίπαλο…
Όταν το καμίνι σου για πρώτη φορά δεν είναι ασφυκτικά γεμάτο σε τέτοιο ντέρμπι…
Όταν ακούς για τέλος εποχής…
Όταν χάνεις με 0-2 στο 8’…
Όταν ακούς το σύνθημα να παίξεις την μπάλα της ζωής σου, αλλιώς θα σε… βοηθήσουνε οι οπαδοί σου…
Όταν νιώθεις ότι είναι γρηγορότεροι, δυνατότεροι, περισσότεροι…
Όταν βρίσκεσαι στον πάτο…
Τότε είναι που δεν έχεις τίποτα να χάσεις…
Τότε είναι που δίνεις μία στο τραπέζι, αναποδογυρίζεις τα πάντα και ορμάς στην πίστα. Δρόμο όλοι. Τώρα χορεύω εγώ! Είτε θα χορέψεις την ζεϊμπεκιά της ζωής σου με ψυχή, με μαγκιά, με αλήθεια, είτε θα γκρεμοτσακιστείς.
Στο 0-2 ο ΠΑΟΚ αναποδογύρισε το τραπέζι. Ότι κι αν είχε σχεδιάσει πήγε στα σκουπίδια. Ότι είχε προετοιμάσει καταστράφηκε από νωρίς. Δεν ήταν απλά στο καναβάτσο. Ήταν αναίσθητος. Δεν είχε σφυγμό. Δεν είχε τίποτα.
Σηκώθηκε όμως. Τα έβλεπε όλα διπλά. Τρέκλιζε. Έσερνε το γεμάτο μώλωπες κορμί του. Κι αποφάσισε ότι χρωστάει στον εαυτό του, στον κόσμο του, στην ιστορία του, ένα βαρβάτο ζεϊμπέικικο, ίσως το τελευταίο. Όχι, δεν θα μπορούσε να τελειώσει έτσι αυτή η ομάδα…
Οι Αμερικανοί το λένε win from within. Νίκη που πηγάζει, που έρχεται από το μέσα σου. To λένε και Refuse to lose. Άρνηση στην ήττα. Στην Ελλάδα το λέμε πολύ πιο απλά… κατάθεση ψυχής. Ο ΠΑΟΚ ήταν αποφασισμένος να καταθέσει τα πάντα, ότι είχε. Ιδρώτα, πνευμόνια, λαρύγγια, πόδια, χέρια, κεφάλια στο χορτάρι. Ότι υπήρχε.
Όχι απαραίτητα με πλάνο, αλλά με… αναρχία. Με… ροντέο. Με πάνω – κάτω. Με… αμπαλαέα. Ο καλά τακτοποιημένος Ολυμπιακός για πρώτη φορά βρέθηκε εκτός έδρας. Δεν είναι συνηθισμένος, δεν είναι μαθημένος σε ένα ματς που γίνονται πουτ@@@@ όλα! Είναι το μόνο στιλ που πιθανώς να υπερτερεί ο ΠΑΟΚ απέναντι του.
Ο κόσμος το κατάλαβε αμέσως. Το έπιασε αμέσως. Εξάλλου όσοι πήγαν, ήταν στρατολογημένοι. Αποφασισμένοι. Η Τούμπα θύμιζε κάτι από τα παλιά σε παλμό, συμμετοχή, οχλοβοή, ντεσιμπέλ. Έπαιζε κι αυτή μπάλα. Ήταν ένα ματς εντελώς old school για πετσιά, για ηρωισμούς, για ανοιγμένα κεφάλια, ακόμα και για καράτε, όπως στην φάση που ο Γιαννούλης θυσίασε την κόκκινη για να γλιτώσει το 3-3. Ένα ματς πολύ ΠΑΟΚ. Όπως το έζησε από κοντά το γούσταρε. Καιρό είχε να γουστάρει έτσι, πιθανώς από το περσινό 3-1 πάλι απέναντι στον ίδιο αντίπαλο.
Όχι, δεν ήταν καλύτερος στο γήπεδο. Δεν έπαιξε πιο μεθοδικά. Δεν υπερίσχυσε στην τακτική. Κάθε στημένο του Ολυμπιακού μύριζε γκολ. Κάθε δικό του ήταν σχεδόν καταδικασμένο. Απειλήθηκε πολύ περισσότερες φορές από όσες μπορούσε να αντέξει. Επέτρεψε πολλά πράγματα στον αντίπαλο του.
Όταν χορεύεις μία τέτοια ζεϊμπεκιά που μπορεί να είναι και η τελευταία σου, δεν κοιτάς την τεχνική, τις φιγούρες. Τα βήματα έρχονται από μέσα σου. Τρεκλίζεις, τρέμεις, είσαι στο χείλος του γκρεμού, μέσα σου βράζεις, μία ένθεη μανία, ένα ιερό πάθος, που ενεργοποιεί και την τελευταία σου ικμάδα. Ο Ολυμπιακός δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Σοκαρίστηκε. Σάστισε. Αυτή είναι η περίεργη γοητεία των ντέρμπι. Ενεργοποιούν μηχανισμούς που κανείς δεν έχει φανταστεί. Football bloody hell, που έλεγε και ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
Ο ΠΑΟΚ χρωστούσε μία τέτοια ζεϊμπεκιά κυρίως στην πάρτη του. Δεν είχε ούτε μία φέτος. Ότι κι αν γίνει από εδώ και πέρα στην σεζόν, αυτό το βράδυ θα είναι ένα αποτύπωμα. Κάτι για να θυμάσαι από αυτόν φέτος. Η στιγμή του. Μέχρι την επόμενη. Αν υπάρξει άλλη τέτοια φέτος.