Επικηρυγμένοι δεν είναι μόνο όσοι βρέθηκαν σε αυτή την αήθη αφίσα. Επικηρυγμένοι είμαστε όλοι. Ακόμα κι αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα.
Πρόσφατα, τι πρόσφατα την Κυριακή που μας πέρασε, γιορτάστηκε (εδώ γελάμε) η παγκόσμια ημέρα της Ελευθεροτυπίας. Όχι της ιστορικής εφημερίδας, που μας άφησε χρόνους, αλλά της έννοιας «Ελευθεροτυπία».
Καθιερώθηκε το 1993 και όπως διαβάζουμε από τον σχετικό ιστότοπο “μας υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα της προστασίας του θεμελιωδών δικαιωμάτων της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται από το άρθρο 19 της Παγκόσμιας Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ, αλλά και από το Σύνταγμά μας. Χωρίς αυτά τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα, η Δημοκρατία είναι κενή περιεχομένου” μπλα, μπλα, μπλα και μπλα, μπλα, μπλα…
Μέσα την τούρλα του κορωνοϊού και της αδημονίας για επιστροφή στην κανονικότητα από την άρση των μέτρων η είδηση πέρασε στα ψιλά. Η Ελλάδα, η πολιτισμένη Ελλάδα, η χώρα που γέννησε την Δημοκρατία, η χώρα που παινεύεται και καυχιέται για την ελευθερία της έκφρασης βρίσκεται στην 24η θέση από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και 65η σε 180 χώρες παγκοσμίως) σε ότι αφορά την Ελευθερία του Τύπου, σύμφωνα με τον δείκτη των δημοσιογράφων δίχως σύνορα!
Οι μόνες χώρες που τερμάτισαν από κάτω μας είναι η Μάλτα, όπου είναι ακόμα νωπό το αίμα της δημοσιογράφου Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία, η οποία σκάλιζε κυβερνητικά σκάνδαλα διαφθοράς και το πλήρωσε με την ζωή της, η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν, η οποία μετά την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση λόγω κορωνοϊού απεμπόλησε όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών και η Βουλγαρία, όπου για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω τι παίζει και βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από εμάς.
Δεν είναι όμως όλα μαύρα. Ζήσαμε και χειρότερα! Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το 2014, βρεθήκαμε ως Ελλάδα στην 99η θέση (επί συνόλου 180 κρατών), αγκαλιά με χώρες όπως το Τζιμπουτί, η Μποτσουάνα και η Ζιμπάμπουε. Ορίστε, από τότε ανεβήκαμε λίγα σκαλοπάτια στην λίστα.
Μπορεί να οφείλεται και στην γέννηση του SDNA, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Δεν ξέρω. Λέω. Μπορεί. Ίσως. Το μόνο σίγουρο είναι πως το πορτοκαλί σάιτ ήρθε και ενόχλησε, χάλασε την συνταγή με την εμμονή του να γράφει πράγματα για τα οποία η πλειοψηφία συνήθισε να τα βλέπει και να… σφυρίζει αδιάφορα.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε (ακόμα) ούτε δολοφονίες, ούτε φυλακίσεις δημοσιογράφων, όπως συμβαίνει στις χώρες που έχουμε από κάτω μας. Η κρίση όμως έφερε «εικονικές» δολοφονίες δημοσιογράφων.
Έβαλε στους περισσότερους το δίλημμα: «οικονομική εξαθλίωση ή συμβιβασμός». Το δίλημμα: «νερό στο κρασί ή σκέτο νερό, χωρίς φαΐ στο τραπέζι». Το δίλημμα: «στραβά μάτια ή κλαμένα μάτια».
Η έννοια «δημοσιογράφος» από εκεί που αποτελούσε παλιότερα τίτλο τιμής, συνώνυμη της ερευνητικής δημοσιογραφίας, της μάχιμης προσπάθειας για εξεύρεση της αλήθειας, έγινε πια τίτλος ντροπής. Έγινε το μεγάλο Δ στην συντομογραφία της απαξίωσης, πλάι σε αλήτες και ρουφιάνους.
Όχι, σαφώς και δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι έτσι, δεν έκαναν όλοι εκπτώσεις ηθικής, δεν βγήκε όμως η συντομογραφία και από την φαντασία του κόσμου. Δώσαμε αφορμές ως κλάδος. Και δίνουμε. Αφήσαμε το ποτάμι να μας παρασύρει κι απλώς ο καθένας κοίταξε να σώσει το τομάρι του.
Ένα από τα πιο διαχρονικά τσιτάτα (viral τα λένε σήμερα οι νέοι) του Γαλλικού Διαφωτισμού και του Βολταίρου, το οποίο σφηνώθηκε στο μυαλό όσων έκαναν ιστορία δέσμης έλεγε πως: «δεν συμφωνώ ούτε με μια λέξη από όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ, ακόμα και με το τίμημα της ζωής μου, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες όσα πρεσβεύεις». Όμορφο ρητό για ιδεολογικές συζητήσεις, για εκθέσεις ιδεών, αλλά μακριά πολύ από την σύγχρονη Ελλάδα, που κάποιες στιγμές θαρρείς και λειτουργεί με άγραφους νόμους του φαρ-ουέστ, αυτές που βλέπαμε στα θρυλικά γουέστερν.
Έν έτει 2020 φτάσαμε να βλέπουμε τα πρόσωπα δημοσιογράφων αφισοκολλημένα σε έναν ολόκληρο Δήμο, λες και πρόκειται για επικηρυγμένους, για σεσημασμένους, για εγκληματίες.
Υπάρχει όμως και το ακόμα πιο τρομακτικό. Το μετά. Τα θεσμικά «δεν είδα, δεν άκουσα, δεν ξέρω». Τα «ας πρόσεχαν». Τα «ας μην έχωναν την μύτη τους εκεί που δεν έπρεπε». Τα «σιγά μωρέ». Η αποσιώπηση. Η παγίωση της γενικής αίσθησης πως πρόκειται για κάτι φυσιολογικό: «Στην Ελλάδα ζεις, τι περίμενες»;
Τα βγαλμένα από copy-paste -θαρρείς σε λούπα- ευχολόγια θεσμικών οργάνων. Οι γενικότητες. Οι αοριστολογίες. Οι εκπτώσεις και οι συμψηφισμοί και τα “ναι μεν, αλλά” Υφυπουργών.
Μία παραίτηση. Μία συνθηκολόγηση. Ένας συμβιβασμός.
Επικηρυγμένοι δεν είναι μόνο όσοι βρέθηκαν σε αυτή την αφίσα. Επικηρυγμένοι είμαστε όλοι. Ακόμα κι αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα. Απλώς κάποιοι τυγχάνει να είναι «ελεύθεροι επικηρυγμένοι»…