Σαν σήμερα, πριν από 30 χρόνια, έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων με ασπρόμαυρο κασκόλ ο Στράτος Διονυσίου. Σαν σήμερα, πριν από 43 χρόνια, ήρθε στον κόσμο ο Πάμπλο Γκαρσία. Μία τέτοια μέρα πως να έχανε ο ΠΑΟΚ το πρώτο νταμπλ στην ιστορία του; Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
Δεν ήταν τόσο οικουμενικός όσο ο Στέλιος Καζαντζίδης, δεν είχε το clean-cut πρόσωπο του Γιάννη Πουλόπουλου, ήταν εντελώς απολιτίκ σε σχέση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, είχε μία ατόφια αλητεία στο βλέμμα, στην φωνή, στην περπατησιά του.
Πήγαινε με τα πόδια από την Επτάλοφο για να προπονηθεί με την εφηβική ομάδα του ΠΑΟΚ, δούλεψε σε ραφείο, σε καθαριστήριο, μεγάλωσε σε… συνοικίες και σε δρόμους πριν τον κερδίσει η νύχτα. Αυτό που έμεινε αναλλοίωτο ήταν η αγνή, η ατόφια του αγάπη για τον ΠΑΟΚ.
Όταν έγινε επώνυμος, φίρμα, φραγκάτος δεν άλλαξε τον τρόπο που φερόταν στην πρώτη του αγάπη. Με το που τελείωνε το πρόγραμμα τις πρώτες πρωϊνές ώρες, καβαλούσε ένα αμάξι και έτρεχε όπου έπαιζε κι ο ΠΑΟΚ. Στην Πάτρα, στα Γιάννενα, στο Αγρίνιο, στην Καβάλα, οπουδήποτε. Χιλιόμετρα έκανε πάλι για την καψούρα του την πιο μεγάλη…
Τον Στράτο Διονυσίου τον υιοθέτησε και τον τράνεψε η πλανεύτρα Αθήνα, μα ποτέ της δεν κατάφερε να τον αλλοιώσει. Με το δικό του μικρόφωνο η ομάδα του ΠΑΟΚ γιόρτασε τον πρώτο τίτλο της ιστορίας στα Δειλινά λίγο μετά την κατάκτηση του κυπέλλου Ελλάδας το 1972, λίγο μετά το 2-1 επί του Παναθηναϊκού.
Το περίμενε πως και πως εκείνο το βράδυ. Όταν ήρθε η ώρα για τον «Παλιατζή» που χαλούσε κόσμο εκείνη την εποχή, ο Στράτος πήρε το μικρόφωνο και σαν αυτοσχέδιος στιχουργός της εξέδρας έφτιαξε από μόνος του το «Πάρε ότι θέλεις ΠΑΟΚτσή». Ήταν ο μόνος λαϊκός που μπορούσε να υποστηρίξει το ολόλευκο κουστούμι με την μαύρη γραβάτα. Το φορούσε, δεν τον φορούσε. Και όλοι έκαναν μόκο.
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν φτιαγμένος καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσιν του μέσου ΠΑΟΚτσή. Πρόλαβε να ζήσει τα ένδοξα 70’s όχι όμως την σύγχρονη εποχή Σαββίδη, το πρώτο νταμπλ του ΠΑΟΚ. Έφυγε ξαφνικά σαν σήμερα, στις 11 Μαΐου του 1990. Αν υπάρχει ένα τραγούδι του που μπορεί να ντύσει το σημερινό βράδυ της αγαπημένης του ομάδας είναι αυτό που έλεγε: «τα πήρες όλα και έφυγες». Από εκεί ψηλά μπορεί να ρίξει μία περήφανη ζεϊμπεκιά για την καψούρα του.
Αν σε αυτή τη συμβολική ημερομηνία προσθέσεις και τα 42α γενέθλια του Πάμπλο Γκαρσία, αλήθεια πως μπορούσε να χάσει το τρόπαιο ο Δικέφαλος του Βορρά μια τέτοια μέρα;
Ο ΠΑΟΚ δεν αφήνει πια ούτε ψίχουλο να πέσει χάμω. Είναι πια η δική του εποχή.
Η ιστορία γράφει και δεν ξεγράφει. Στον Βόλο, στο ΟΑΚΑ, ξανά στο ΟΑΚΑ, με κόσμο, χωρίς κόσμο, με Έλληνα διαιτητή, με Ισπανό διαιτητή, με Γερμανό διαιτητή, με VAR, χωρίς VAR, με Ίβιτς, με Λουτσέσκου, με Μπίσεσβαρ, με Πρίγιο, τώρα και με Άκπομ. Whenever, wherever. Πάντα όμως με Ιβάν Σαββίδη στο πηδάλιο…
Ένα περήφανο θρι-πιτ στα κύπελλα, το πρώτο νταμπλ, δεύτερο συνεχόμενο στην Αθήνα, δεύτερο συνεχόμενο στο σπίτι του αντιπάλου του, αυτό που χρησιμοποιεί εδώ και 15 χρόνια.
Στα πρώτα 86 χρόνια της ιστορίας του, ο ΠΑΟΚ κατέκτησε όλους κι όλους έξι τίτλους. Στην πρώτη επταετία του Ιβάν Σαββίδη κατέκτησε ήδη τέσσερις! Το πιο ένδοξο κομμάτι στην ιστορία του συλλόγου, το οποίο όμως μοιάζει με το προοίμιο και όχι τον καταληκτικό προορισμό…
Ο ΠΑΟΚ παγιώνει την αγωνιστική του κυριαρχία εντός συνόρων, έφτασε στην τέλεια σεζόν που καμία ομάδα δεν πέτυχε στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αήττητο πρωτάθλημα και νταμπλ την ίδια σεζόν. Πρωτάκουστο. Εξωπραγματικό!
Κάθε φορά που στο πρόσφατο παρελθόν ο ΠΑΟΚ έπεφτε θύμα των δικών του παθογενειών, αλλά και της καθεστηκυίας τάξης που όριζε τους όρους του παιχνιδιού, το κλισέ ήταν έτοιμο, μία κασέτα που έπεσε μονίμως στην διαπασών: «Ο ΠΑΟΚ λιποθυμάει κάθε φορά που περνάει τα Τέμπη.».
Γιατί έτσι…
Τώρα πια το έργο άλλαξε. Μετά από δύο κερδισμένους τελικούς κυπέλλου στο ΟΑΚΑ, μία αήττητη σεζόν στην επαρχία και την Αθήνα, είναι φανερό πια το,,, κόμπλεξ όλων των αντιπάλων του, μόλις ο ΠΑΟΚ περνάει τα Τέμπη! Τι; Όχι;
Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση αυτής της ομάδας του Λουτσέσκου…
ΥΓ: Μπορεί να πει κανείς πολλά για τον αλάνθαστο Κρέσπο, τον ηγετικό Πέλκα, τον μαέστρο Μπίσβεσβαρ, τον ακροβάτη Άκπομ, τον ακούραστο Κάνιας, τον μαχητή Λέο Μάτος, τον σκακιστή Λουτσέσκου. Ώπα όμως. Μια στάση εδώ. Ο Φερνάντο Βαρέλα έπαιξε κυριολεκτικά με ένα χέρι για μία (και βάλε) ώρα. Το αριστερό το είχε κολλημένο στο στήθος, σαν να ήταν σπασμένο. Οποιοδήποτε άλλου λιγότερα γυμνασμένου το χέρι θα είχε γίνει θρύψαλα μετά την γεμάτη κλωτσιά που έφαγε από τον Λιβάγια. Εκείνος όμως έσφιξε τα δόντια. Και ήταν αλάνθαστος! Στην απονομή δεν μπόρεσε να σηκώσει την κούπα, το αριστερό χέρι ήταν αδύνατον να σηκωθεί. Αν αυτό ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με την ασπρόμαυρη φανέλα, τότε πίσω του άφησε ως τελευταία εικόνα μία απόλυτη επίδειξη ηρωισμού, αυταπάρνησης, κλάσης και κάτι άλλο που δεν μου επιτρέπεται να το γράψω…