Ήταν ένα δημοσιογραφικό εύρημα για να κάνει τον φίλαθλο κόσμο της κάθε ομάδας να νιώσει σημαντικός. Να νιώσει μέρος του παιχνιδιού. Να αισθανθεί πως συμμετέχει κι αυτός ενεργά σε μία αναμέτρηση. Να πιστέψει πως με την απόδοση του μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα.
Βασικά, για να είμαστε ειλικρινείς, ήταν ένα εύρημα ώστε οι δημοσιογράφοι να καλοπιάσουν τον κόσμο της κάθε ομάδας και τίποτα παραπάνω.
Ο 12ος παίκτης. Ο υπέροχος κόσμος, που στάθηκε στο πλευρό της ομάδας και την… έσπρωξε στην νίκη. Πόσες και πόσες τέτοιες κοινοτοπίες δεν έχετε διαβάσει; Πόσα τέτοια δημοσιεύματα καρμπόν έχουν παρελάσει μπροστά από τα μάτια σας; Πόσες φορές δεν κουνήσατε τους ώμους σας κι έξαλλοι φωνάξατε: «Όχι άλλα κλισέ! Φτάνει! Βαρεθήκαμε»!
Συνήθως, εκτιμάς κάτι όταν το χάνεις. Τότε, αντιλαμβάνεσαι την αξία, την σημαντικότητα του. Οι νέες συνθήκες στην εποχή του κορωνοϊού επιτάσσουν επαγγελματικό αθλητισμό μπροστά σε κενά καρεκλάκια.
Ένα τεράστιο οικονομικό πλήγμα για τις ομάδες που στηρίζουν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού και της βιωσιμότητας τους στα λεφτά από τα εισιτήρια, αλλά και τα εμπορικά έσοδα που τζιράρουν οι επιχειρήσεις που στεγάζονται σε κάθε γήπεδο. Είναι όμως μόνο αυτό; Η απάντηση είναι ένα τεράστιο ΟΧΙ.
Τελικά, όντως, υπάρχει 12ος παίκτης και μάλιστα παίζει μπαλίτσα. Μεγάλη μπαλίτσα, αν κρίνουμε από τις πανεπιστημιακές έρευνες που εστιάζουν πάνω στο θέμα.
Ας ξεκινήσουμε με μία μπακαλίστικη πρώτη ματιά που αφορά τα φρέσκα κουλούρια, αυτά της Bundesliga. Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αγωνιστικής έπειτα από την επανέναρξη το πρώτο και πιο εμφανές συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως η δύναμη της έδρας έχει πάει περίπατο. Στα πρώτα 18 παιχνίδια, μόνο τρία βρήκαν νικητές τους γηπεδούχους, το ποσοστό επικράτησης των γηπεδούχων από το 45% (περίπου) έχει πέσει στο 16,6%! Το δείγμα είναι ακόμα στατιστικά μικρό, αλλά η τάση είναι εμφανής.
Στις δύο πρώτες αγωνιστικές οι μόνοι γηπεδούχοι που κέρδισαν ήταν ομάδες που η ποιοτική τους διαφορά από τον αντίπαλο ήταν χαώδης. Το 4-0 της Ντόρτμουντ επί της Σάλκε. Το 5-2 της Μπάγερν επί της Αϊντραχτ Φρανφούρτης. Το 4-0 της Χέρτα επί της Ουνιόν Βερολίνου. Όλα τα άλλα παιχνίδια που ήταν κλειστά στο σκορ, έληξαν είτε ισόπαλα είτε με νίκη των φιλοξενούμενων!
Αυτός είναι όντως ένας μπακαλίστικος τρόπος για να ψάξει κανείς αν υπάρχει όντως αυτό που λέμε δύναμη της έδρας. Κάπου εδώ, έρχονται οι πανεπιστημιακές έρευνες για να δώσουν ακόμα πιο ξεκάθαρες απαντήσεις.
Μία έρευνα φοιτητών του πανεπιστημίου από το Ρέντινγκ ανέλυσε στατιστικά δεδομένα από 191 παιχνίδια που διεξήχθησαν κεκλεισμένων των θυρών από το 2002 μέχρι σήμερα σε Ιταλία, Γαλλία και ευρωπαϊκές διοργανώσεις και συνέκριναν τα ευρήματα με τα παιχνίδια που έγιναν με κόσμο, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Τα αποτελέσματα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακά.
Το ποσοστό νίκης των γηπεδούχων υποχώρησε από το 46% στο 36%, μία πολύ αισθητή διαφοροποίηση, η οποία ενδέχεται να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες που θα εξηγηθούν στην συνέχεια. Οι νίκες των φιλοξενουμένων από το 26% ανέβηκαν στο 34%.
Οι γηπεδούχοι σκοράρουν λιγότερο και οι φιλοξενούμενοι περισσότερο, η μεταξύ τους διαφορά τερμάτων μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 0.3 γκολ ανά παιχνίδι.
Σαφείς ενδείξεις ότι οι γηπεδούχοι πληγώνονται από την απουσία του κόσμου τους και οι φιλοξενούμενοι αποδίδουν καλύτερα. Αποδεικνύεται και στους αριθμούς πια, πως ο κόσμος μπορεί να δώσει, ώθηση, φτερά και ενέργεια στους παίκτες της ομάδες του και πως μπορεί να κόψει τα πόδια του αντιπάλου, να τον φοβίσει, να τον αγχώσει να τον κάνει πιο διστακτικό.
Μία ανάλογη έρευνα του 2005 με τίτλο «φαβοριτισμός υπό καθεστώς κοινωνικής πίεσης» αποδεικνύει ότι οι διαιτητές έχουν την τάση να δίνουν περισσότερα λεπτά καθυστερήσεων όταν η γηπεδούχος ομάδα βρίσκεται πίσω στο σκορ και λιγότερα όταν κερδίζει και συστηματικά επιμηκύνουν ή μικραίνουν τον καθαρό χρόνο παιχνιδιού (πάντα υπέρ της γηπεδούχου) αναλόγως με τον αριθμό του κόσμου που βρίσκεται στις εξέδρες!
Η έρευνα του πανεπιστημίου του Ρέντινγκ απέδειξε και κάτι άλλο. Πως στα παιχνίδια χωρίς κόσμο αλλάζει εμφανώς η διαιτητική συμπεριφορά, που δίχως την πίεση της εξέδρας μοιράζουν το καρπούζι στην μέση.
Σε αυτά τα 191 παιχνίδια κεκλεισμένων των θυρών που αναλύθηκαν οι φιλοξενούμενες ομάδες δέχθηκαν σχεδόν 50% λιγότερες κίτρινες κάρτες! Μπορεί όντως σε ένα άδειο γήπεδο οι φιλοξενούμενοι να νιώθουν μικρότερη την ανάγκη να υποπέσουν σε (σκληρά) φάουλ, ωστόσο ο πιο πιθανός λόγος μοιάζει να είναι η πιο ελαστική αντιμετώπιση των παραβάσεων από τους διαιτητές, ελλείψει της πίεσης από τον κόσμο.
Στην έρευνα δεν αποδεικνύεται αισθητή στατιστική διαφοροποίηση σε αποβολές και κερδισμένα πέναλτι, αλλά παρατηρούνται άλλες «ανωμαλίες».
Τα παιχνίδια δίχως κόσμο έχουν αισθητά λιγότερες καθυστερήσεις, οι γηπεδούχοι αστοχούν πιο συχνά από το σημείο του πέναλτι μπροστά σε άδειες εξέδρες, την ώρα που οι φιλοξενούμενοι βλέπουν το δικό τους ποσοστό από την λευκή βούλα να αυξάνεται, ενώ και οι δύο ομάδες εμφανίζουν μία αύξηση στα σουτ εντός εστίας, κάτι που επίσης μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη πίεσης από την εξέδρα, η οποία αφήνει το μυαλό να είναι περισσότερο καθαρό.
Αυτό που δεν μπορεί να μετρήσει καμία έρευνα είναι το ψυχολογικό κομμάτι. Πόσο ανεβάζει έναν παίκτη ένα γεμάτο γήπεδο, πόσο μπορεί να φτιάχνει κάποιον άλλον η ατμόσφαιρα και πόσο μπορεί να φοβίζει κάποιον άλλον.
Η νέα συνθήκη με τα κενά καθίσματα κάποιους παίκτες μπορεί να τους απελευθερώσει και κάποιους να τους ξενερώσει. Ωστόσο, αυτό που αποδεικνύεται στατιστικά είναι πως οι γηπεδούχοι χάνουν μεγάλο μέρος της δυναμικής τους δίχως τον κόσμο. Διότι ναι μεν το περιβάλλον είναι οικείο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ξένο. Είναι σαν να συνηθίζεις να τρως σε ένα γεμάτο οικογενειακό τραπέζι και ξαφνικά να πρέπει να τρως μόνος σου. Εξακολουθείς να πεινάς, αλλά δεν το απολαμβάνεις το ίδιο, η όρεξη, η αίσθηση είναι εντελώς διαφορετική.
Οι άδειες εξέδρες δημιουργούν μία ιδιαίτερη κατάσταση αυθυποβολής. Όπως λέγεται και στην οικονομική επιστήμη δημιουργούν μία… ανατροφοδοτούμενη προσδοκία. Η απουσία κόσμου επηρεάζει τους παίκτες, διότι πολύ απλά οι παίκτες έχουν παγιωμένη αντίληψη ότι ο κόσμος στις εξέδρες επηρεάζει την απόδοσή τους.
Ο 12ος παίκτης λοιπόν δεν είναι ένα δημοσιογραφικό εύρημα. Υπάρχει. Υφίσταται. Παίζει μπάλα και μάλιστα καλή. Όσοι πόνταραν πολλά πάνω του είναι και αυτοί που θα πληγωθούν περισσότερο με την αναγκαστική εξορία του μέχρι νεοτέρας. Το ποδόσφαιρο άλλαξε. Αλλάζει καθημερινά. Όποιος δεν προσαρμόζεται γρήγορα στις νέες απαιτήσεις, είναι και αυτός που θα πάθει την περισσότερη ζημιά…