Ξέρω, αδημονείτε όλοι να φύγει, να εξαφανιστεί, να πάει στα τσακίδια. Να φύγει και να μην ξανάρθει. Να φύγει και να ξορκίσει το κακό. Το 2020 δαιμονοποιήθηκε όσο καμία άλλη χρονιά στην ιστορία της ανθρωπότητας, υπάρχουν χειροπιαστοί λόγοι για αυτό.
Υπάρχει όμως και κάποιος που ζει ανάμεσά μας, που παρακαλάει να μην τελειώσει. Κάθε μία από αυτές τις 316 ημέρες του είναι και πιο μαγική από την προηγούμενη. Σχεδόν κάθε μέρα εκπληρώνεται κι ένα όνειρο. Κάθε πρωί που ξυπνάει θα πρέπει να τσιμπιέται για να σιγουρευτεί ότι όλο αυτό δεν είναι μία παραίσθηση.
Πέρσι, τέτοια εποχή, ο βασικός στόχος ήταν… να ενηλικιωθεί. Να γίνει 18. Να μπορεί να βγάλει δίπλωμα οδήγησης. Να έχει δικαίωμα ψήφου. Να είναι -και επισήμως- πια μεγάλος.
Από την στιγμή που έσβησε 18 κεράκια στην τούρτα, στις 30 Ιανουαρίου, τα πάντα άρχισαν να γίνονται αυτόματα. Από μόνα τους. Τα εμπόδια εξαφανίστηκαν, ο δρόμος έγινε ίσιωμα. Ο Χρήστος Τζόλης πάτησε το πόδι στο γκάζι και εξαφανίστηκε. Τα πάντα στην ζωή του γίνονται πια σε τόσο ιλιγγιώδεις ταχύτητες που δεν προλαβαίνει πια να σβήνει στόχους ζωής.
Το πρώτο του μεγάλο «μαξιλαράκι» ήταν να φορέσει την φανέλα της ανδρικής ομάδας του ΠΑΟΚ. Συνωμότησε όλο το σύμπαν, ακόμα και η πανδημία έπαιξε τον ρόλο της, ώστε να αναγκαστεί ο Αμπέλ Φερέιρα να σκάψει βαθιά στα ενδότερα του οργανισμού για να ψάξει για νέα, άφθαρτα κύτταρα που θα ανανεώναν τον ασπρόμαυρο οργανισμό.
Στις 7 Ιουνίου ο ποδοσφαιρικός πλανήτης (όσοι δεν τον ήξεραν δηλαδή) έμαθε τον Χρήστο Τζόλη, που ήρθε από τον πάγκο για να προσπαθήσει να ταράξει τα νερά ενός… χαμένου ντέρμπι με τον Ολυμπιακό.
Το επόμενο μαξιλαράκι ήταν ένα γκολ με την ανδρική ομάδα του ΠΑΟΚ. Του πήρε μόλις… 13 ημέρες από το προηγούμενο. «Θύμα» του ο ΟΦΗ, στην πρώτη του επαφή με την μπάλα.
Αφού τα πέτυχε όλα αυτά, ο επόμενος στόχος ήταν να ξεκινήσει βασικός σε κάποιο ματς. Έγινε κι αυτό μία εβδομάδα μετά σε άλλο καυτό ματς, απέναντι στον Άρη!
Αφού όλα αυτά έγιναν με κινηματογραφική ταχύτητα, ο πήχης των προσδοκιών ανέβηκε. Ένα ευρωπαϊκό ματς με τον ΠΑΟΚ. Έγινε κι αυτό! Με ακόμα πιο ηχηρό τρόπο.
Το βράδυ της 25ης Αυγούστου, ο Χρήστος Τζόλης εν μία νυκτί έγινε ο CT11! Στο πρώτο του ευρωπαϊκό ματς, σε παιχνίδι δίχως αύριο, ο μικρός σκάρωνε δύο τεμάχια στην Μπεσικτάς, γινόταν ο νεαρότερος σκόρερ στην ιστορία του ΠΑΟΚ στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωσης και ο τρίτος σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία του, αλλά και ο πρώτος Έλληνας που πετύχαινε δύο γκολ με την ασπρόμαυρη φανέλα σε αγώνα της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης.
Θα μπορούσε να αρκεστεί εκεί. Να αράξει στα κυβικά του. Να την «ψωνίσει», να περάσει ένα ντεφορμάρισμα ή να πέσει πάνω στον rookie wall (τον τοίχο των ρούκι) που προσγειώνει απότομα όσους πιτσιρικάδες πιστεύουν από την πρώτη τους χρονιά, ότι όλα είναι έτσι εύκολα για πάντα.
Ναι, ήρθαν και μέτριες, κακές, αθόρυβες βραδιές κυρίως απέναντι σε αντιπάλους που ταμπουρώνονται και προκαλούν ασφυξία και μποτιλιάρισμα, αλλά ακόμα κι εκεί ο Τζόλης κατέθετε με συνέπεια την ενέργεια, το πείσμα, το θράσος, τη μαγκιά του στο γήπεδο.
Ο μικρός κέρδισε με το σπαθί του κάτι που δεν το συναντάς εύκολα. Πέρασε πολύ γρήγορα, αστραπιαία, την περίοδο που θεωρείται ως… ταλέντο. Τα σάρωσε όλα με τέτοια ταχύτητα που θεωρείται, λογίζεται ως έτοιμος παίκτης, ως λύση πρώτης γραμμής. Το σώμα του -εξάλλου- δεν έχει τίποτα παιδικό. Συμπαγής, μυώδης, χτιστός, αποτέλεσμα προσεκτικής δουλειάς ετών. Ούτε η νοοτροπία του έχει κάτι παιδικό. Την πρώτη φορά που πέτυχε απέναντι του τον Κώστα Τσιμίκα -παίκτη επιπέδου Λίβερπουλ, την εποχή που δεν… έβλεπε κανέναν- άρχισε με θράσος στα όρια της ύβρης να του μοιράζει σακούλες με τέτοια άνεση και άγνοια κινδύνου λες και έπαιζε ακόμα στην Νέων.
Λίγο μετά το 1-1 με την ΑΕΚ στο 89ο λεπτό από την κεφαλιά του Μουργκ, αντί να χρονοτριβίσει με πανηγυρισμούς ήταν ο πρώτος που έτρεξε να πάρει την μπάλα από τα δίχτυα και να την στήσει γρήγορα στην σέντρα, μπας και έρθει το δεύτερο.
Λίγο μετά τον διασυρμό της Αϊντχόφεν, την οποία σε ένα ημίχρονο έκανε σμπαράλια με ένα υπέροχο γκολ και άλλη μία ασίστ, πάρκαρε στην άκρη όποια έπαρση θα μπορούσε να έχει και έδωσε ένα σύνθημα που δίνουν μόνο γεννημένοι νικητές: «Σημαντική νίκη και τρεις βαθμοί. Αλλά έχουμε και το δεύτερο γύρο, θέλουμε να κάνουμε άλλες δύο νίκες για να είμαστε πρώτοι. Και η πρόκριση είναι σημαντική αλλά θέλουμε να είμαστε πρώτοι».
Ούτε κλισεδιάρικα «κοιτάμε κάθε ματς ξεχωριστά και στο τέλος θα κάνουμε ταμείο», ούτε «στόχος μας η πρόκριση», ούτε τίποτα. «Θέλουμε να βγούμε πρώτοι στον όμιλο». Τελεία και παύλα.
Αφού τα έκανε όλα αυτά λοιπόν, κέρδισε το συμβόλαιο ζωής με την αγαπημένη του ομάδα ως το 2024 και πέρασε στο επόμενο επίπεδο: εθνική ομάδα.
Πριν από ένα μήνα -απέναντι στην Αυστρία- έγινε ο 7ος νεαρότερος παίκτης στην ιστορία της Εθνικής Ανδρών και χθες είπε να «τικάρει» άλλο ένα στόχο. Με το γκολ του απέναντι στην Κύπρο, έγινε ο 2ος νεαρότερος σκόρερ στην ιστορία του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος πίσω από τον Σωτήρη Νίνη!
Η διαφορά του με τον πρώην wonderkid του Παναθηναϊκού είναι πως ο Χρήστος Τζόλης το κάνει να φαίνεται απλό, εύκολο, λογικό. Σαν φυσική εξέλιξη ενός πλάνου καριέρας, που είχε αμέτρητες πίστες που είχαν εκπληρωθεί η μία μετά την άλλη, όλα αυτά τα χρόνια. Τίποτα βίαιο, τίποτα απότομο, τίποτα εξωπραγματικό.
Ξέρετε κάτι; Ο μικρός δεν ήταν ποτέ ο πιο ταλαντούχος της γενιάς του. Ποτέ! Ούτε αυτός που έπαιρνε τα φώτα της δημοσιότητας. Ποτέ δεν ήταν η πολύ μεγάλη προσδοκία, ούτε ο παιχταράς που έρχεται. Ναι, ήταν καλός, αρκετά καλός, συνεπής, σταθερός, δουλευταράς, αξιόπιστος. Όλοι το έβλεπαν αυτό, όμως κανείς δεν μπορούσε να μεταφράσει με ακρίβεια, πως θα μπορούσε όλο αυτό να μεταφραστεί στο επόμενο επίπεδο. Οι προβλέψεις για το καλύτερο σενάριο καριέρας έλεγαν για έναν μικρό Σαλπιγγίδη, ο οποίος όμως θα έπρεπε να μάθει να παίζει και εκτός περιοχής. Στην Ελπίδων έχει όλα κι όλα τρία ματς, στην επετηρίδα είχαν άλλοι προτεραιότητα.
Η περίπτωση του Χρήστου Τζόλη, θα πρέπει να γίνει μάθημα σε όσους ο Θεός προίκισε με πολύ περισσότερο ταλέντο, αλλά με λιγότερη διάθεση για να το σμιλέψουν σωστά. Ο ΠΑΟΚ έχει στα χέρια του έναν θησαυρό ανυπολόγιστης αξίας και με άγνωστο ταβάνι, η διαχείριση δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε απλή υπόθεση.
Καμιά φορά δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις, δεν χρειάζεται να το κουράζεις. Πρέπει να το αφήσεις να πηγαίνει μόνο του. Σαν το κύμα κι όπου σε βγάλει. Ό,τι πιο εύστοχο έχει ειπωθεί ποτέ για τον Χρήστο Τζόλη, ήρθε από τα χείλη του Δημήτρη Πέλκα λίγο μετά την ασίστ του μικρού (είχαν προηγηθεί δύο δικά του γκολ) για το 3-0 επί της Μπεσίκτας: «Τι κάνεις ρε μ@λ@κ@«;