Ένας από τους ανθρώπους που έπαιξαν ρόλο στην καταστροφή του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Ηλίας Σπάθας έκανε την εμφάνιση του μέσω συνέντευξης που έδωσε.
Ο πρώην διαιτητής που μεταξύ άλλων βρέθηκε κατηγορούμενος στη δίκη της εγκληματικής οργάνωσης μίλησε γεμάτος θράσος θεωρώντας πως είναι ακόμα μέλος της ελληνικής διαιτησίας.
Φυσικά, παρά την αγιογραφία που προσπαθεί να γίνει στον Σπάθα κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τη σφαγή του ΠΑΟΚ από τον συγκεκριμένο διαιτητή στο Χαριλάου το 2010 με τον ρέφερι από τον Πειραιά να κάνει τα πάντα για να μην κερδίσει ο Δικέφαλος τους «κιτρινόμαυρους» και πάρει προβάδισμα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Αναλυτικά όσα είπε:
Καλησπέρα. Κατ’ αρχάς να ξεκινήσουμε με την υπόθεση στην οποία αθωώθηκες και εσύ, όπως κι άλλοι 27 για την «εγκληματική οργάνωση».
«Καλησπέρα σας. Παναγιώτη, κατ’ αρχάς δεν είναι μόνο το διάστημα από τη μέρα που ξεκίνησε η δίκη. Απ’ όταν βγήκε η απόφαση να πάμε σε δίκη μέχρι που βγήκε η απόφαση, κράτησε όλο αυτό περίπου 1,5 χρόνο. Όλο αυτό ξεκίνησε πολύ καιρό πριν, από τη στιγμή που μας κάλεσε ο ανακριτής. Εκεί ξεκίνησε αυτό το δικαστικό ταξίδι, που υπέστην εγώ, οι συνάδελφοί μου οι διαιτητές κι όλος ο άλλος κόσμος που αθωώθηκε. Πολύς κόσμος δεν γνωρίζει… Ξεκίνησε μια έρευνα από έναν εισαγγελέα, τον κύριο Κορέα. Μετά από δύο χρόνια έρευνας κατέληξε στο πόρισμα ότι ο Ηλίας Σπάθας δεν υπήρχε πουθενά. Ξαφνικά, ύστερα από μαρτυρικές ένορκες καταθέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων, που είπαν ανακρίβειες, την άποψή τους ξεκίνησε όλο αυτό…».
Να πούμε και τα ονόματά τους; Δεν είναι κρυφά νομίζω.
«Είναι ο Αλαφούζος, ο Βελλής κι ο Αγγελίδης. Τον κύριο Αλαφούζο όλοι τον γνωρίζουν, όπως και τον Βελλή, ενώ ο Αγγελίδης ήταν ο εκτελεστικός πρόεδρος του ΠΑΟΚ. Αυτοί οι τρεις, λοιπόν, πήγαν στον ανακριτή και με ένορκες καταθέσεις είπαν πράγματα, που και από την διαδικασία αποδείχτηκε ότι δεν είχαν καμία ουσία, αξία και υπόσταση.
Δημιούργησαν όλο αυτό το σύστημα και οδήγησαν τον ανακριτή να υποπέσει σε σφάλμα πηγαίνοντας τελικά σε δίκη. Βέβαια κι ο ανακριτής δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Θα έπρεπε σ’ αυτή τη φάση της διαδικασίας να μπει πιο βαθιά στην υπόθεση και να εξετάσει αν αυτά που λέγονται μπορούν να αποδειχτούν και αν υπάρχουν στοιχεία.
Άλλο είναι να λέω την άποψή μου και άλλο να λέω τι μου είπαν και τι άκουσα για τόσο σοβαρές κατηγορίες. Βέβαια, στη διαδικασία της ανάκρισης, ο Ηλίας Σπάθας, δεν είχε περιοριστικούς όρους. Ήμουν εν ενεργεία διαιτητής και συνέχιζα να παίζω. Σίγουρα κάτι θα είδε ο ανακριτής, σε σχέση με άλλους συγκατηγορούμενούς μου με τους οποίους ίσως κάτι να έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό δεν είχα περιοριστικούς όρους και συνέχιζα να παίζω.
Όταν ο εισαγγελέας πρότεινε να πάμε σε δίκη, η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία έπρεπε να με βγάλει από τους πίνακες διαιτησίας και τότε ξεκίνησε η διαδικασία των δικαστηρίων μέχρι και τη μέρα που ήρθε η αθώωση».
Στον Αλαφούζο απάντησες ποτέ; Αναφέρω εκείνον γιατί έχει πει ανοιχτά «ο Σπάθας δεν πρέπει να σφυρίξει ξανά».
«Θα σου πω κάτι. Κατ’ αρχάς δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε σε κανέναν να μιλάει και γι’ αυτά κρίνεται. Ο διαιτητής δεν μπορεί να βγαίνει και να απαντάει συνέχεια. Αυτό το κάνει μέσα στο γήπεδο με την απόδοσή του. Στο δικαστήριο, ο κύριος Αλαφούζος, άφησε να εννοηθεί ότι εγώ είχα μια συμπεριφορά αντίθετη στην ομάδα του. Στο δικαστήριο, λοιπόν, απάντησα ότι “στατιστικά οι ισοπαλίες, οι ήττες κι οι νίκες στα ματς του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού ήταν σχεδόν τα ίδια”. Πέρα από το ότι έχω κατηγορηθεί ως “Σπανάθας” έχοντας βοηθήσει τον Παναθηναϊκό, ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που έχω παίξει είναι ένα Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός που ήρθε ισοπαλία στο Καραϊσκάκης.
Ο κύριος Αλαφούζος προσπαθεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ομάδας του. Υπάρχει αυτός ο επικοινωνιακός πόλεμος που κάνουν οι ομάδες πριν από το παιχνίδι ή μετά για το επόμενο ματς, μέσω δημοσιογράφων ή κύκλων. Γίνεται αυτό το bullying».
Είχες πει ότι δεν είχες λόγο να βοηθήσεις κάποια ομάδα. Ενας διαιτητής όμως πώς μπορεί να βοηθήσει κάποιον; Να «πιαστεί», όπως λένε;
«Επειδή παρακολούθησες τη δίκη, θα άκουσες στο δικαστήριο να λέει ο κύριος Αλαφούζος “αυτή είναι η άποψή μου, η οποία μπορεί να επηρεάζεται από το ότι είμαι πρόεδρος του Παναθηναϊκού και κάποια πράγματα τα βλέπω με το συμφέρον της ομάδας μου και προσπαθώ να προστατέψω την ομάδα μου. Ίσως κάποια πράγματα να τα βλέπω υπερβολικά”.
Πάμε όμως στο κομμάτι του αν μπορεί ένας διαιτητής να “πιαστεί”. Σίγουρα, μιλάμε για επαγγελματικό ποδόσφαιρο, στο οποίο έχει μεγάλη σημασία το χρήμα. Οι ομάδες παίζουν για να βγουν στο Champions League. Ο Ηλίας Σπάθας, όταν έγινε διαιτητής είχε ήδη επαγγελματική υπόσταση. Σίγουρα, η νόμιμη αμοιβή του διαιτητή έχει αξία, όμως δεν εξαρτάμαι απ’ αυτήν. Θέλω να πιστεύω ότι κανένας διαιτητής δεν πρέπει να εξαρτιέται από την αμοιβή του ως διαιτητής.
Θα πρέπει να βγάλουμε από το τραπέζι το γεγονός ότι ένας διαιτητής θα ασχοληθεί με τη διαιτησία για να έχει παράνομο όφελος, κάνοντας παράνομες πράξεις. Δεν θέλω να το βάλω καν στο μυαλό μου.
Ο διαιτητής ξεκινάει από τις μικρές κατηγορίες, όπου οι αμοιβές είναι ελάχιστες. Μετακινείται στα γήπεδα των τοπικών, παίζει 2-4 αγώνες κατά μέσο όρο τα Σαββατοκύριακα. Υπάρχει μια 10ετής πορεία για να φτάσει ο διαιτητής να είναι έτοιμος να παίξει στη μεγάλη κατηγορία».
Θα έχεις ακούσει και εσύ, όμως, ότι ένας διαιτητής μπορεί να κάνει κάποια χάρη στον πρόεδρο της εκάστοτε Ένωσης.
«Τί σχέση μπορεί να έχει αυτό με έναν διαιτητή; Θα μιλήσουμε για καφενειακές συζητήσεις; Νομίζω ότι η πραγματικότητα είναι πολύ μακριά απ’ όσα λέγονται στα καφενεία. Οι πρόεδροι των Ενώσεων, στο σύνολό τους, είναι αξιόλογοι άνθρωποι όπως κι οι διαιτητές που φτάνουν στο ανώτερο επίπεδο. Άρα να φτάσουμε στο σημείο να λέμε “θα γίνει πρόεδρος για να φτιάξει έναν διαιτητή, για να βοηθήσει μια ομάδα”; Νομίζω ότι μια τέτοια συζήτηση γίνεται σε επίπεδο καφενείου».
Εσύ ξεκίνησες από τον Πειραιά και έφτασες να γίνεις διεθνής. Νιώθεις ότι ξέφυγες απ’ αυτό το… καφενειακό επίπεδο;
«Δεν χρειάζεται να γίνεις διαιτητής FIFA ή Super League για να μην είσαι “διαιτητής καφενείου”. Όλοι οι διαιτητές έχουν την ίδια αξία. Στον πίνακα διαιτησίας, υπάρχουν 25 διαιτητές – σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι άξιοι – οπότε είναι και θέμα τύχης. Δεν μπαίνει η ταμπέλα του αξιόλογου απ’ αυτό. Αξιόλογος είναι κι ένας διαιτητής της Β’ Εθνικής που δεν κατάφερε να φτάσει στη Super League».
Οι βαθμολογίες είναι αξιοκρατικές;
«Αυτό ήθελα να πω τώρα. Η διαδρομή των διαιτητών από τα τοπικά ως τη Super League είναι δύσκολος δρόμος. Να σας ενημερώσω ότι σε εβδομαδιαία βάση γίνονται επιμορφωτικά σεμινάρια και 3-4 φορές το χρόνο γίνονται σεμινάρια πάνω στους κανονισμούς, με επαναλήψεις, videos… Αυτός ο δρόμος, λοιπόν, δεν είναι καθόλου εύκολος».
Σήμερα το έργο των διαιτητών γίνεται πιο εύκολο με το VAR;
«Πάρα πολύ. Θα στο εξηγήσω απλά: Κάθεσαι στον καναπέ σου και βλέπεις ένα ματς. Ο διαιτητής σφυρίζει ή δεν σφυρίζει πέναλτι. Λες στην παρέα σου, χωρίς να έχεις καταλάβει τί έχει γίνει “περιμένετε θα δείξει replay”. Και στο replay με ζουμ βλέπεις τί έγινε και εκεί κρίνεις το διαιτητή για το αν έχει κάνει λάθος ή όχι. Τώρα δίνεται η δυνατότητα στο διαιτητή, να δει κάτι που βλέπεις και εσύ από τον καναπέ σου».
Παρόλα αυτά και με το VAR έχουν γίνει αρκετά λάθη.
«Ναι, γιατί υπάρχουν φάσεις που αν βάλουμε δέκα ανθρώπους να πουν την άποψή τους, οι μισοί θα πουν “άσπρο” κι οι άλλοι μισοί “μαύρο”. Ναι, υπάρχουν κι αυτές οι φάσεις».
Εσύ καθόσουν να δεις τον εαυτό σου στο video για να καταλάβεις τα λάθη σου;
«Ναι, βεβαίως. Αυτό πρέπει να το έχει στο μυαλό του ένας διαιτητής, ο οποίος παίζει σε υψηλό επίπεδο και το ματς είναι τηλεοπτικό. Θα πρέπει να παίζει με τις κάμερες, να έχει στο μυαλό του τί μπορεί να δει η κάμερα. Εγώ καθόμουν και έβλεπα μία έως και τρεις φορές το παιχνίδι μου για να δω το λόγο που δεν είδα τη φάση και πού έπρεπε να ήμουν».
Αν υπήρχε VAR στα δικά σου χρόνια, ποια απόφαση θα άλλαζες ή θα σε προστάτευε να μην την πάρεις;
«Θυμάμαι ένα ματς την πρώτη μου χρονιά που ήμουν διαιτητής Super League, σ’ ένα Λάρισα-Ηρακλής. Στο 90ό λεπτό, δίνω πέναλτι υπέρ της Λάρισας, καθώς θεωρούσα ότι ήμουν 100% σωστός. Όταν πήγα σπίτι και άρχισα να βλέπω τα ριπλέι, από την κεντρική κάμερα, που έδειχνε όλο το γήπεδο, φαινόταν ότι ήταν πέναλτι όπως και από την κάμερα που ήταν χαμηλά στους πάγκους. Υπήρχε μία κάμερα, πίσω από το τέρμα, που ήταν πιο κοντά και είχε άλλη οπτική. Εκείνη έδειχνε την πραγματικότητα κι ότι δεν ήταν πέναλτι. Ο διαιτητής, όμως, θα μπορούσε να είναι έξω από το γήπεδο; Όχι. Ερχεται το VAR και σου δίνει αυτή τη δυνατότητα. Ναι, αν υπήρχε VAR τότε εκείνη την απόφαση θα την είχα αλλάξει».
Κάνει καλό το ότι έχουμε ξένους διαιτητές;
«Αν δεν παίζουν Έλληνες διαιτητές, κάνει καλό; Γιατί, οι ξένοι συνάδελφοι που είναι πρώην διεθνείς διαιτητές, δεν κάνουν λάθη; Αυτοί που ήρθαν τα 2-3 τελευταία χρόνια δεν κάνουν λάθη; Άρα το να παραγκωνίζονται οι Έλληνες διαιτητές δεν κάνει καλό. Είναι η εύκολη απόφαση το να φέρουμε από το εξωτερικό. Πρέπει να πείσουμε τους παράγοντες ότι οι Ελληνες διαιτητές είναι άξιοι. Να δουλέψουμε πάνω τους για να γίνουν καλύτεροι και να βελτιώσουν τα λάθη τους.
Σήμερα, με ξένο αρχιδιαιτητή και στα δύσκολα ματς με ξένους διαιτητές, υπάρχουν διαμαρτυρίες; Υπάρχουν. Τί άλλαξε λοιπόν; Αυτή τη στιγμή ο Έλληνας διαιτητής έχει απαξιωθεί, πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στους Ελληνες διαιτητές να αποδείξουν ότι μπορούν. Μα μπορούν!
Έχουμε επτά διεθνείς διαιτητές, που παίζουν στο εξωτερικό, γιατί να μην μπορούν να παίξουν τα ντέρμπι! Δεν είναι καλοί; Αν δεν είναι, να δούμε άλλους, αλλά αν δεν παίξουν πώς θα το δούμε αυτό; Αν είχαμε φέρει ξένους διαιτητές και δεν έκαναν λάθη, θα έλεγα εντάξει».
Εσύ ποιον διαιτητή είχες πρότυπο;
«Υπάρχουν δυνατά στοιχεία σ’ έναν διαιτητή. Καλά στοιχεία είχε ο Κολίνα, ο Γουέμπ κι άλλοι… Απ’ όλους αυτούς παίρνεις τα καλά στοιχεία, τα κάνεις κτήμα σου και εξελίσσεσαι».
Κατηγορήθηκες για τα οφσάιντ στην Τρίπολη και την αποβολή του Μάσα.
«Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι κατηγορήθηκα για διαιτητικές αποφάσεις. Δεν ξέρω αν είναι γνωστό, αλλά ένας διαιτητής δεν μπορεί να κατηγορηθεί για λάθη που κάνει. Κι αυτό γιατί μπορεί να συνέβη από κακή ψυχολογία, από κακή θέση, από ανικανότητα, από λάθος… Ο καλύτερος διαιτητής είναι αυτός που θα κάνει τα λιγότερα λάθη.
Εγώ έπαιξα έναν αγώνα, το Αστέρας-Ολυμπιακός. Συζητήθηκε μία φάση, δεν θα πω ότι κατηγορήθηκα, γιατί αυτό είναι απίθανο. Υπάρχει μια αμφισβητούμενη φάση στην οποία εγώ πήρα αυτήν την απόφαση, ενώ κάποιος άλλος θα έπαιρνε μια άλλη απόφαση. Είχα αποβάλει τον Μάσα για “θέατρο”.
Επειδή το ποδόσφαιρο επαναλαμβάνεται για καλή μου ή για κακή τους τύχη, ύστερα από δύο χρόνια, ο ίδιος παίκτες αποβάλλεται για “θέατρο”. Δηλαδή ο ίδιος παίκτης συνήθιζε να παίζει έτσι».
Ναι, αλλά ο αντίλογος λέει ότι μέσα σε 40 λεπτά εξάντλησες την αυστηρότητά σου.
«Η FIFA επιχείρησε να βάλει δύο διαιτητές, έναν στο ένα μισό και έναν άλλον στο δεύτερο μισό. Ξέρεις, Παναγιώτη μου, γιατί δεν προχώρησε αυτή η ιδέα; Γιατί διαιτητές που είχαν λάβει την ίδια μόρφωση και είχαν την ίδια διαιτητική αξία, ο ένας θα έδινε τη μία φάση πέναλτι κι ο άλλος διαιτητής σε μια παρόμοια φάση στην άλλη πλευρά δεν θα την έδινε. Άρα, τελικά, κατέληξε η UEFA ότι ένας διαιτητής θα παίρνει τις αποφάσεις, ώστε να υπάρχει ενιαία εφαρμογή των κανονισμών για 90 λεπτά».
Είστε ποδοσφαιρική οικογένεια που έχει ακούσει κι αν ακούσει… Τελικά, το ότι είσαι παιδί του Γιάννη Σπάθα σου έκανε καλό ή κακό;
«Κοίτα να δεις τι γίνεται… Όταν το επώνυμο έχει μια συνέχεια, έχει τα καλά και τα κακά. Το θέμα είναι να παλεύεις, να μην τα παρατάς. Δεν υπάρχει πιο ξεκάθαρο παράδειγμα από το ότι πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο πατέρας του πριν αρκετά χρόνια ήταν πρωθυπουργός. Σίγουρα τον πολέμησαν, πέρασε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, πολέμησε και δεν το άφησε. Σήμερα είναι πρωθυπουργός. Ετσι κι εγώ! Ο πατέρας μου ήταν διαιτητής, που για όσους δεν γνωρίζουν, έπαιξε στην πρώτη κατηγορία, έπαιξε τελικό Κυπέλλου, αργότερα έγινε πρόεδρος των διαιτητών.
Όταν μπήκα πια στην Α’ κατηγορία, ο πατέρας μου τα παράτησε, δεν ασχολήθηκε με τα κοινά της διαιτησίας. Πορεύεσαι στη ζωή σου με όσα σού δίνονται. Εγώ Σπάθας γεννήθηκα και Σπάθας θα πεθάνω. Τί να κάνω;».
Και τον ξεπέρασες…
«Αν το θέτεις στη βάση ότι εκείνος έφτασε μέχρι την πρώτη κατηγορία και εγώ έγινα διεθνής, ναι τον ξεπέρασα».
Ηταν εύκολο για σένα να μπεις σ’ έναν χώρο, που ήταν ο πατέρας σου και κατηγορήθηκε για την περιβόητη «Παράγκα»;
«Ναι, Παναγιώτη, κάπου πρέπει να υπάρχει ένας Σπάθας. Δηλαδή, αυτός ο Σπάθας από τη γειτονιά στο Κερατσίνι φτάνει να σφυρίζει Α ‘Εθνική. Μετά, ο γιος του φτάνει κι αυτός στην Α’ Εθνική και γίνεται και διεθνής… Κάπου πρέπει να υπάρχει κι ένας Σπάθας. Να υπάρχει ένας Σπάθας την εποχή του 2002, που κατηγορήθηκε και με βούλευμα αθωώθηκε. Πρέπει να υπάρχει ένας Σπάθας στο “Koriopolis”, στο οποίο πάλι με βούλευμα αθωώθηκε και πρέπει να υπάρχει κι ένας Ηλίας Σπάθας στην “εγκληματική οργάνωση” και να αθωωθεί.
Δηλαδή, πόσα πιστοποιητικά αθωότητας θα πρέπει να πάρει πια αυτός ο Σπάθας, για να μπορεί να υπάρχει στο χώρο; Πες μου, σε παρακαλώ… Δηλαδή, ο Ηλίας ο Σπάθας, ο οποίος πέρασε από ανακριτή, έβγαλαν δύο βουλεύματα οι εισαγγελείς, δύο αναιρέσεις ο Άρειος Πάγος, φτάσαμε στη δίκη, τα ποινικά δικαστήρια έβγαλαν αθωωτική απόφαση και εκτός απ’ αυτό, ήρθε και η Επιτροπή Δεοντολογίας – που εμείς το ζητούσαμε – για να βγάλει κι αυτή αθωωτική απόφαση από τακτικούς δικαστές. Και άργησε να συμβεί αυτό.
Άρα, πόσα πιστοποιητικά χρειάζεται αυτός ο Σπάθας για να βρίσκεται στους πίνακες της διαιτησίας»;
Αυτή τη στιγμή;
«Ο κόσμος γνωρίζει τους πίνακες της Super League, αλλά οι διαιτητές αυτοί από κάπου προέρχονται. Εγώ ανήκω στην Ενωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Πειραιά. Βγήκα από τον πίνακα της Super League, επειδή είχαμε παραπεμφθεί σε δίκη. Εκείνο το καλοκαίρι είχα περάσει τα αγωνιστικά τεστ και τις γραπτές εξετάσεις και οι βαθμολογίες μου ήταν πάρα πολύ καλές.
Γιατί το λέω αυτό… Εγώ ακόμα και όταν ήμουν διαιτητής Super League, όταν δεν ήμουν μέσα στους ορισμούς, πήγαινα στα τοπικά πρωταθλήματα και βοηθούσα. Δεν αξιολογείται ένας διαιτητής, γιατί κάτι καρφώθηκε στο μυαλό κάποιου. Υπάρχει ένα σύστημα αξιολόγησης, μέσα από το οποίο κρίνεται το αν κάποιος αξίζει ή όχι να είναι διαιτητής».
Ποια είναι τα τεστ που πρέπει να περάσει κάποιος ρέφερι;
«Αγωνιστικά τεστ, γραπτές εξετάσεις, βαθμολογία… Και στις τρεις κατηγορίες πληρούσα όλες τις προδιαγραφές αλλά για θέματα δεοντολογίας – επειδή κακώς είχα παραπεμφθεί σε δίκη – ήμουν εκτός πινάκων και σφύριζα στα τοπικά πρωταθλήματα.
Και σ’ αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω όλους τους παράγοντες, όλα τα σωματεία και όλες τις Ενώσεις ποδοσφαιρικών σωματείων που με αποδέχτηκαν και όπως μου έλεγαν ήταν τιμή τους να πάω να σφυρίξω στα ματς τους. Θα μπορούσαν και εκείνοι να με έχουν δικάσει πριν δικαστώ. Κάτι που έκαναν όλοι οι άλλοι. Βεβαίως αγωνίζομαι μέχρι σήμερα και μέχρι να μπούμε σε καραντίνα, πήγα και έπαιξα σε μερικά ματς στον Πειραιά. Προπονούμαι κανονικά και περιμένω…».
Θα επιστρέψεις στη Super League;
«Διαιτητής Super League μπορείς να είσαι μέχρι τα 45, εγώ είμαι 40… Θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένο και ηθικά δίκαιο να επανέλθω. Εχω κάνει κουβέντα και με το δικηγόρο μου».
Πότε θα ξεκαθαρίσει αυτό;
«Τώρα είμαστε σε διαδικασία που έχουν προκηρύξει εκλογές, ενώ μέσα στη σεζόν δεν μπορεί να γίνει κάτι. Το καλοκαίρι γίνονται οι αξιολογήσεις κι όλα τα σχετικά, οπότε χρονικά το θέτω κάπου εκεί. Θα κάνω το αίτημα και ηθικά πρέπει να επανέλθω.
Βγήκα από τους πίνακες λόγω της άδικης εμπλοκής μου στην υπόθεση. Έρχεται η FIFA και λέει ότι ο διαιτητής δεν πρέπει να διώκεται ποινικά για λάθη και εγώ διώχτηκα μόνο για ατομικά λάθη. Ερχεται η δικαίωση, όχι μόνο από τα ποινικά δικαστήρια, αλλά και από την επιτροπή δεοντολογίας της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Δηλαδή, τι άλλο χρειάζεται; Θα περάσω από τα αγωνιστικά τεστ και τις εξετάσεις. Να κριθώ μέσα στα γήπεδα και αν δεν είμαι καλός και δεν πάρω καλές βαθμολογίες να βγω από τους πίνακες επειδή θα πρέπει».
Ποια ήταν πιο δύσκολη ψυχολογικά περίοδος στην καριέρα σου; Σε είχαν πει «Σπανάθα», ενώ το όνομά σου είχε συνδεθεί με τον Ολυμπιακό.
«Πάμε στα καλά που έχει όταν ο μπαμπάς σου ασχολείται με αυτό που ασχολείσαι και εσύ. Από μικρός τα ζούσα όλα αυτά μέσα στο σπίτι μου, μου είχαν γίνει βίωμα. Όταν, λοιπόν, έφτασα στο σημείο να παίξω σε επίπεδο Super League, ήμουν προετοιμασμένος, ήταν δεδομένο ότι θα έρθει η στιγμή που θα με κρεμούσαν στα μανταλάκια.
Ήξερα ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα έλεγαν ότι σήμερα ήμουν υπέρ του Παναθηναϊκού, αύριο υπέρ του Ολυμπιακού, μεθαύριο υπέρ μιας άλλης ομάδας. Αυτά είναι τα καλά που έχει το να είσαι μέσα σε μια οικογένεια που ασχολείσαι με τη διαιτησία. Ηταν αναμενόμενο».
Το «Σπανάθας» πώς το αντιμετώπισες;
«Οι δημοσιογράφοι, οι εφημερίδες ψάχνουν να βρουν κάτι που θα κάνει “μπαμ”. Ήταν κάτι που το συνδύασαν με το επίθετό μου… Συνέβη».
Πώς θυμάσαι τις μέρες στο σπίτι σου όταν συνέβη το περιστατικό με τους πυροβολισμούς στον πατέρα σου;
«Τότε, ήμουν ήδη διαιτητής. Η δύναμη που άντλησα εκείνη τη στιγμή από τον πατέρα μου, όταν εκείνος αντιμετώπισε πρώτος τόσο ψύχραιμα το συμβάν, ήταν αυτό που μου έδωσε την ώθηση για να συνεχίσω. Φυσικά, ήταν κι η αγάπη μου για τη διαιτησία. Τότε σφύριζα στα τοπικά κι η πίεση δεν είναι η ίδια. Η πίεση είναι στα μεγαλύτερα πρωταθλήματα όπου είναι μεγαλύτερα και τα συμφέροντα. Όταν έφτασα Super League ήμουν προετοιμασμένος για όλα».
Όταν ακούστηκε το «Ολυμπιακός και το Αιγάλεω να κερδίζουν…», μπήκε στο μυαλό σου η αμφιβολία για τον πατέρα σου; Τον ρώτησες ποτέ «τι γίνεται εδώ»; Γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει με τα παιδιά σου – αν δεν έχει ήδη γίνει.
«Ναι, κοίτα να δεις. Αν αρχίσεις να μπαίνεις σε σκέψεις, δεν πας πουθενά. Εγώ λέγομαι Ηλίας Σπάθας, να κριθώ γι’ αυτά που λέω και κάνω εγώ. Τα παιδιά μου με έβλεπαν να φοράω το κοστούμι μου πριν πάω στο δικαστήριο. Φυσικά, τους είπα ότι έχω μια νομική υπόθεση, αλλά ακριβώς τί συνέβη δεν το ξέρουν ακόμη. Όμως, εννοείται ότι θα τους τα πω όλα όταν μεγαλώσουν και θα καταλαβαίνουν καλύτερα».
Είναι μόνο η αγάπη αυτό που σε κρατάει στο χώρο;
«Δεν είναι μόνο η αγάπη. Αλλά θα σας κάνω μια ερώτηση: “Ποιος δεν θα ήθελε να είναι διαιτητής σ’ ένα Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός; Ποιος δεν θα ήθελε να υπάρξει στα ευρωπαϊκά γήπεδα, δίπλα στον Ρονάλντο; Να παίξει σε έδρες όπως αυτή της Μάντσεστερ Σίτι; Όλα αυτά είναι που σε κάνουν να θες να συνεχίσεις να είσαι διαιτητής. Ποιος Έλληνας διαιτητής ή ποιος άνθρωπος στον κόσμο δεν ζηλεύει τον διαιτητή στον τελικό του Champions League; Ναι, η διαδρομή είναι δύσκολη.
Διάβασα τον Κλάτενμπεργκ να λέει ότι απειλείται. Και ‘γω είχα απειληθεί. Και εκείνος όμως συνεχίζει να είναι αρχιδιαιτητής. Να τα παρατήσουμε επειδή κάποιοι νομίζουν ότι θα τους περάσει η τρομοκρατία»;
Ποια ήταν η στιγμή που σε έκανε να την «ακούσεις»;
«Θα σου πω ένα περιστατικό, το οποίο έχει καταγραφεί. Εχω οριστεί να παίξω τον δεύτερο ημιτελικό Αστέρα-ΠΑΟΚ. Το ματς ήταν Σάββατο… Το πρωινό της Παρασκευής, πριν έρθω εδώ στα γραφείο που βρισκόμαστε, είχε έρθει ο αδερφός μου, ο Βασίλης. Τότε εμφανίστηκαν τέσσερις κουκουλοφόροι, είπαν κάποια πράγματα, απείλησαν και έφυγαν. Ξέρεις, η απειλή δεν είναι μόνο τι σου κάνουν αλλά και τι μπορούν να σου κάνουν. Κινητοποιήθηκα άμεσα, πήγα στην αστυνομία, πήρα και τον αρχιδιαιτητή μου, ο οποίος μου πρότεινε αν ήθελα να με αντικαταστήσει. Εκεί, λοιπόν, είναι μια κόκκινη γραμμή για το αν προχωρήσεις ή υποχωρήσεις. Του είπα “δεν θα με αντικαταστήσεις”. Εκανα μια πάρα πολύ καλή διαιτησία, η Τρίπολη νίκησε 2-0 τον ΠΑΟΚ και πήγε στον τελικό».
Θα κινηθείς νομικά κατά εκείνων που σε οδήγησαν στα δικαστήρια;
«Δεν θα έπρεπε να είμαι στα δικαστήρια. Το σύστημα θα έπρεπε να το έχει προστατεύσει όλο αυτό. Πάει κάποιος και λέει κάτι για κάποιον άνθρωπο. Όμως, αν δεν τα έχει τα στοιχεία αυτά, θα πρέπει να τα βρει η δικαιοσύνη. Αν δεν τα βρει θα πρέπει η διαδικασία να σταματήσει εκεί.
Κοίτα, εδώ υπάρχει ένας γρίφος. Σίγουρα, έχουμε υποστεί ζημιά. Πέρα από το ότι είμαι εκτός πίνακα διαιτητών και έχω υποστεί και οικονομική ζημιά, υπάρχει και το ηθικό μέρος. Ωστόσο, εδώ είμαστε για να διχάσουμε ή να ενώνουμε; Η πρώτη μου προτεραιότητα είναι να επιστρέψω και να υπάρχει ομόνοια. Να το σταματήσω εδώ. Όμως, αν δεν επιστρέψω, το επόμενο βήμα θα είναι, οι υπαίτιοι αυτοί να λογοδοτήσουν. Ως εδώ!
Εγώ δεν θα δικάσω αυτούς που με έσυραν στα δικαστήρια, όπως με δίκασαν. Αν κάποιος θέλει να κινηθεί νομικά, μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία, δεν θα κάτσω να τους κρίνω σ’ αυτόν το βαθμό. Θα πρέπει η δικαιοσύνη να τους αποβάλλει κι η υπόθεση να πάει στο αρχείο.
Ο δικηγόρος μου, ο κύριος Καπερνάρος είπε κάτι: “Να αθωώσετε τον αθώο; Δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς”. Για να έχει ένας δικηγόρος το θάρρος και το θράσος, λίγο πριν βγει η απόφαση να πει κάτι τέτοιο, παίρνει και το βάρος των όσων λέει».
Παρόλο που ήξερες ότι είσαι αθώος, πώς είναι να μπαίνεις στη δικαστική αίθουσα για να ακούσεις την τελική απόφαση;
«Και βέβαια ήξερα ότι είμαι αθώος. Μιλούσαμε για στοιχηματισμό, αλλά να σας θυμίσω ότι τα παιχνίδια για τα οποία κατηγορήθηκαν δεν είχαν σταλεί από την Sports Radar ούτε καν ως ύποπτα. Δεν υπήρχε στοιχείο ότι υπήρξε στοιχηματισμός κι όμως εμείς ήμασταν κατηγορούμενοι για στοιχηματισμό. Αόριστα… Ενα ματς που ήρθε ισόπαλο, με 2-3 αμφισβητούμενες φάσεις, οδήγησε σε μια υπόθεση πέντε ετών και τελικά κρίθηκε στα δικαστήρια».
Οι διαιτητές, όμως, δεν έχουν δώσει δικαιώματα;
«Ο καλύτερος διαιτητής είναι αυτός που θα κάνει τα λιγότερα λάθη. Δηλαδή, τί με ρωτάς, αν ο διαιτητής κάνει λάθη»;
Όχι, δεν ρωτάω αυτό. Ρωτάω αν κάνουν εξόφθλαμα λάθη ή επίτηδες λάθη;
«Πώς ορίζεται το εξόφθαλμο; Εχεις παίξει διαιτητής σε 5Χ5 με φίλους σου; Κάνε το και έλα μετά να μιλήσουμε ξανά».
Ναι, αλλά εσύ είσαι ο επαγγελματίας και πληρώνεσαι απ’ αυτό.
«Το ποδόσφαιρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, υπάρχουν 22 ποδοσφαιριστές που τρέχουν, αλλάζουν θέση, η μπάλα κινείται συνέχεια, ανάμεσα στο διαιτητή και στην επίμαχη φάση παρεμβάλλονται κι άλλοι ποδοσφαιριστές, εσύ δεν έχεις πάρει την κατάλληλη θέση και εκεί μπορεί να πάρεις τη λάθος απόφαση. Αυτό είναι μέρος του παιχνιδιού. Αυτό δεν το αποδέχεσαι;».
Αυτό, ναι, προσωπικά δέχομαι ότι συμβαίνει, αλλά…
«Ο κόσμος να σου πω τι δεν αποδέχεται. Δεν αποδέχεται το λάθος εις βάρος της ομάδας του. Και το βλέπω φυσιολογικό αυτό. Το παίρνει βαρέως γιατί μπορεί απ’ αυτό το λάθος να χάσει τον αγώνα η ομάδα του».
«Πες μου τώρα… Γεννιέται ένα παιδί στην Ελλάδα, σε μια Μεσογειακή χώρα και αυτό το παιδί μεγαλώνει. Επιλέγει ομάδα ή όχι;»
Επιλέγει αλλά επηρεάζεται και από το περιβάλλον του.
«Θεωρείς ότι όλοι μας έχουμε μια προτίμηση. Αυτή η προτίμηση επηρεάζεται από την οικογένειά σου, από το πού μένεις και αυτό θεωρώ ότι είναι υγεία.
Όμως, φτάνει ένας άνθρωπος στο σημείο να γίνει διαιτητής. Περνάει μια μακρόχρονη πορεία και από τη μικρή κατηγορία φτάνει στη Super League. Επιλέγεται να παίξει σε αγώνες που ενδέχεται να συμμετέχει κι η ομάδα που υποστηρίζει. Έχει γίνει διαιτητής πια, αυτό μένει απ’ έξω, είναι κάτι που το κρατάει σπίτι του. Θεωρείς ότι η παιδική του αγάπη μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις του; Εχει χτιστεί πια ως διαιτητής, έχει περάσει από σεμινάρια και από ανθρώπους που έχουν δει τη νοοτροπία του. Εχει γίνει πια επαγγελματίας στη νοοτροπία. Τώρα, αν ρωτάς εμένα τί ομάδα είμαι, θα το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή όταν σταματήσω να είμαι εν ενεργεία διαιτητής. Εκτός αν όλοι οι διαιτητές δηλώσουμε στην αίτησή μας και τι ομάδα είμαστε. Τότε θα τη δηλώσω και εγώ».
Σε έχουν πάρει τηλέφωνο ποτέ για να σε δωροδοκήσουν;
«Όχι. Εσύ λες κάτι το οποίο συζητάς με τους φίλους σου… Θεωρείς ότι είναι κάτι τόσο εύκολο; Στην κοινωνία περνάει αυτό; Ότι είναι τόσο εύκολο»;
Ναι, στην κοινωνία αυτό περνάει. Αυτό λέγεται, ότι «οι διαιτητές τα παίρνουν».
«Πάλι, πάμε στο τοίχος που δημιουργεί ο διαιτητής. Ενας διαιτητής που έχει στόχους γιατί να έχει μπει σ’ αυτήν τη διαδικασία; Έχει εγκληματίσει κατά του εαυτού του, αν το κάνει. Δεν μου έχει συμβεί εμένα και δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Δεν έχω μπει σ’ αυτήν τη διαδικασία. Και επειδή υπάρχουν κι άλλοι διαιτητές με τους οποίους τα λέμε καλά, δεν έχω ακούσει από κάποιον να του έχει συμβεί».
Ποιος παράγοντας ήταν ο πιο δύσκολος; Εχουμε διαβάσει για «ντου» σε αποδυτήρια…
«Ας πούμε ότι με τον Μάκη Ψωμιάδη, που θεωρούνταν από τους πιο δύσκολους και σκληρούς, οι σχέσεις μας ήταν άριστες. Εχει να κάνει με τα περιθώρια που δίνει ο διαιτητής. Το να κάνω λάθος; Ναι, συμβαίνει, αλλά έχει να κάνει με το λάθος που κάνεις…
Και με τον Αχιλλέα Μπέο, τον Δήμαρχο, δεν είχαν κανένα πρόβλημα».
Στο Ερασιτεχνικό;
«Όσο υπήρχε η Αστυνομία ήταν καλύτερα. Από τη στιγμή που έφυγε, κάποιοι “πήραν αέρα”. Εκεί ο διαιτητής πρέπει να προνοήσει. Αν δεις ότι υπάρχει ένταση και δεν συμφωνεί η εξέδρα με τα σφυρίγματά σου, πρέπει να προνοήσεις. Και εκεί έχει να κάνει η εξυπνάδα του διαιτητή. Υπάρχει παρατηρητής αγώνα και άνθρωποι για να καλέσουν την Αστυνομία. Εχουν αλλάξει τα πράγματα. Υπάρχουν νέοι παράγοντες, νέοι άνθρωποι… Είμαστε σε καλύτερο σημείο».
Ποιος είναι ο αγώνας με τη μεγαλύτερη πίεση;
«Εχω σφυρίξει αρκετούς αγώνες που για τους δικούς τους λόγους είχαν τη δική τους πίεση. Κανένα, όμως, δεν μπορεί να είναι πάνω από το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, που έπαιξα όταν ήμουν 29 ετών, πριν καν γίνω διεθνής. Ήταν η δεύτερή μου χρονιά στη Super League και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όλες οι εφημερίδες έγραφαν για το ποιος μπορεί να διευθύνει το ντέρμπι. Έγραφαν όλους τους διαιτητές του πίνακα, εκτός από μένα. Μπορεί επειδή μένω στον Πειραιά ή λόγω ονόματος… Δεν με ανέφεραν καν! Ο αρχιδιαιτητής επέλεξε εν τέλει έμενα. Κάναμε μια άριστη διαιτησία και είναι από τα παιχνίδια που μπορώ να πω ότι έχουν πάντα τη δική τους πίεση».
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, στο gazzetta.gr, ο Χρήστος Καννελάκης, είπε ότι είναι η μοίρα των προέδρων, των διαιτητών και των παικτών να τους βρίζουν…
«Να σε διακόψω και να πω κάτι επειδή ανέφερες τον Κανελλάκη. Δικαστήρια, αθωώσεις… Θα πάρω από τον Κανελλάκη κάτι πολύ σημαντικό. Ο Κανελλάκης έκανε μια συνέντευξη, είπε διάφορα. Ξέρεις τί μου έκανε εντύπωση; Ότι δίπλα του θα ήθελε να είχε τον πατέρα του και τον αδερφό του. Εγώ, λοιπόν, είμαι τυχερός γιατί έχω δίπλα μου τον αδερφό μου και τον πατέρα μου. Υπάρχουν, θα κάτσουμε να συζητήσουμε, να πιούμε τον καφέ μας. Ήθελα να το πω αυτό παίρνοντάς το ως πάσα γι’ αυτό που είπες για τον Κανελλάκη – οικογένεια που την αγαπάμε, τη σεβόμαστε και είναι από δω, τη Νίκαια».
Πώς μπορεί λοιπόν ένας διαιτητής να τον βρίζει εν χορώ ένα γήπεδο και να παραμένει ψύχραιμος;
«Ο διαιτητής, από την πρώτη μέρα που θα γίνει διαιτητής, από τα τοπικά μέχρι και να φτάσει σε επίπεδο Super League, χτίζεται. Χτίζει λοιπόν κι αυτό το κομμάτι. Όταν μπει να παίξει Super League, πρέπει να είναι έτοιμος και να απομονώνεται. Εχω παίξει σε ματς με πάνω από 30.000 κόσμο κι αυτό που έκανα ήταν να μη συνδεθώ με την εξέδρα αλλά με τους βοηθούς μου».
Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος παίκτης που έπρεπε να διαχειριστείς ή που σε έβρισε;
«Κατ’ αρχάς δεν επέτρεψα ποτέ στην καριέρα μου να με βρίσει παίκτης. Θες γιατί το είχα κερδίσει από πριν; Ίσως. Ο διαιτητής πρέπει να το έχει χτίσει όλο αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι είχα κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με κάποιον. Ίσα ίσα υπήρξε ένα περιστατικό, που βλέπω να το βάζουν σε κάποια σποτάκια. Σ’ ένα Παναθηναϊκός-ΑΕΚ, αν θυμάμαι καλά κάνει ένα φάουλ ο Λυμπερόπουλος στον Καραγκούνη, που είναι φίλοι, έπαιζαν και στην Εθνική μαζί. Βάσει κανονισμού, το φάουλ ήταν για κίτρινη και θυμάμαι τον Καραγκούνη που ήρθε να μου ζητήσει να μη δείξω κάρτα. Ενας Καραγκούνης που σε κάθε φάση ζητούσε κίτρινη, αλλά επειδή ήταν ο φίλος του μου είπε να μη δώσω. Χαμογέλασα και εννοείται έδωσα κίτρινη επειδή έτσι είναι ο κανονισμός. Αυτό έμεινε ως ένα όμορφο περιστατικό».
Άλλο περιστατικό που σου έχει μείνει χαρακτηριστικά;
«Η φιλοσοφία που πρέπει να έχει ένας διαιτητής είναι ότι κάνει ένα παιχνίδι. Φεύγουμε από συμφέροντα, από λεφτά από το “πόσα παίρνεις”, είναι ένα παιχνίδι. Πρέπει να μπαίνεις και να το χαίρεσαι. Πρέπει να είσαι έτοιμος, να ξέρεις τους κανονισμούς, να είσαι προπονημένος και να μπαίνεις να παίζεις. Οφείλεις να το μεταφέρεις όλο αυτό στους παίκτες, είναι πολύ σημαντικό να τους κάνεις να νιώθουν ότι είσαι μέρος του παιχνιδιού».
Σε όλο αυτό που πέρασες, υπήρξε κάποιος παίκτης που σε πήρε τηλέφωνο;
«Όχι. Εχει τύχει στο δρόμο να συναντήσω αρκετά παιδιά με τα οποία έχω πολύ καλή σχέση. Δεν έχω όμως σχέσεις με κάποιον που με πήρε τηλέφωνο. Κατ’ αρχάς η αγάπη που πήρα από τα σωματεία, τους παίκτες και τους παράγοντες είναι τεράστια. Μέχρι και σήμερα σε τοπικό επίπεδο αν παίξω, μπορώ να κάνω λάθη αλλά η αποδοχή που παίρνω υπερβαίνει το κανονικό.
Αυτό που είναι σημαντικό και θέλω να πω είναι να ευχαριστήσω την οικογένειά μου. Υπήρξαν φίλοι πραγματικοί, που σταθήκαν δίπλα μου εκείνο το διάστημα, υπήρξαν και κάποιοι που εξαφανίστηκαν. Αυτή η δοκιμασία άφησε και κάτι καλό.
Εν μέσω μια δικαστικής περιπέτειας που είχε ο πατέρας μου και με την αλλαγή στην προεδρία της ΕΠΟ, όπου ανέλαβε ο Βασίλης Γκαγκάτσης, ενώ ήμουν στη Δ’ Εθνική και ανέβηκα τρεις κατηγορίες, με αρχιδιαιτητή τον κύριο Μπίκα. Υπήρχαν άνθρωποι που έκριναν ποιος είναι ο Σπάθας ως διαιτητής. Οι Γκαγκάτσης και Μπίκας δεν μπορούσαν να κάνουν χάρη στον Ηλία Σπάθα. Δεν θα την έκαναν γιατί ο Γιώργος Μπίκας είναι αξιόλογος με πολλή εμπειρία στο χώρο της διαιτησίας και είχα και ένα επίθετο “βαρύ”. Κι όμως στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και από Δ’ πήγα Γ’ και από Γ’ πήγα Β΄, που είναι ένα πολύ κομβικό σημείο για την πορεία ενός διαιτητή.
Το οξύμωρο είναι ότι ο Βασίλης Γκαγκάτσης κι ο Σοφοκλής Πιλάβιος ήταν στο δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας. Με τον Βασίλη Γκαγκάτση μπήκα στην Α’ Εθνική και με τον Πιλάβιο έγινα διεθνής διαιτητής. Δεν λέω για το τι είπαν για το πρόσωπό μου στο δικαστήριο. Δεν θέλω να μιλάω για μένα.
Τη δεύτερή μου χρονιά ήμουν στον πίνακα μαζί με τον Κύρο Βασσάρα. Τότε ήμουν πρώτος, ο κύριος Βασσάρας ήταν δεύτερος κι ο κύριος Κουκουλάκης που σήμερα είναι στην Επιτροπή Διαιτησίας ήταν τρίτος και αμέσως την επόμενη σεζόν έγινα διεθνής με αρχιδιαιτητή τον Κύρο Βασσάρα. Αυτή είναι η εξέλιξη της πορείας. Ήμουν πια στους διαιτητές που επέλεγαν για τα δύσκολα ματς».
Ο μπαμπάς σου είχε πει ότι θα γράψει ένα βιβλίο για την περιβόητη «παράγκα». Θα το κάνει;
«Δεν το γνωρίζω, πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο».
Εσύ θα γράψεις;
«Εχω ακόμη πολλά χρόνια μπροστά μου στο χώρο της διαιτησίας. Όταν φτάσουμε στο τέλος του ταξιδιού, γιατί κάποιοι πίστεψαν ότι θα με τελειώσουν με χτυπήματα κάτω από την μέση, θα το συζητήσουμε. Νομίζω ότι αυτό που πήγε να γίνει ήταν ηθικά ανέντιμο. Ευτυχώς, είχα τη δύναμη να συνεχίσω, αν και δεν ήταν εύκολο. Το να προπονούμαι, να σφυρίζω στα τοπικά και να επιμορφώνομαι κάθε Δευτέρα, έτσι ώστε όταν ερχόταν η ώρα της επιστροφής μου να ήμουν έτοιμος και να μη δώσω το δικαίωμα να πουν “δεν φταίμε εμείς που δεν σε βάζουμε”. Διαθέτω όλα τα προσόντα για να επιστρέψω κι αυτό θα επιδιώξω».