Ήταν άβολο. Ήταν παράξενο. Ήταν πρωτόγνωρο. Ήταν… κάπως. Όχι, το ότι ο Ολυμπιακός κέρδισε στην Τούμπα. Έχει ξαναγίνει.
Ούτε το ότι κατέκτησε στο σπίτι του ΠΑΟΚ και μαθηματικά το πρωτάθλημα.
Αυτό που ήταν άβολο ήταν το μετά. Οι ομαδικοί πανηγυρισμοί στο κέντρο του γηπέδου. Οι σαμπάνιες. Η εικονική απονομή με την ρέπλικα της κούπας. Το πανηγυράκι που στήθηκε,
Ήταν κάτι που ο οπαδός του ΠΑΟΚ δεν περίμενε ότι θα το ζήσει. Το έζησε, όμως. Συμβαίνει. Ποδόσφαιρο είναι.
Είδα, άκουσα, διάβασα πολλούς που ενοχλήθηκαν. Άλλους που βγήκαν από τα ρούχα τους. Άλλους που μετάνιωσαν που δεν μπήκαν μέσα. Άλλους που θίχτηκαν κι άλλους που είναι ακόμα τρελαμένοι, θυμωμένοι, οργισμένοι.
Ναι, αλλά… όχι. Ως γηπεδούχος, δεν μπορείς να απαγορεύσεις σε κανέναν να χαρεί, να γιορτάσει, να πανηγυρίσει. Δεν μπορείς να του το στερήσεις, δεν μπορείς να του το κόψεις.
Ως οπαδός μπορείς να φύγεις, να απέχεις, να επιλέξεις να μην το δεις, ακόμα και να αποδοκιμάσεις. Είσαι υποχρεωμένος όμως να το επιτρέψεις.
Είναι ο στοιχειώδης όρος για να μπορούν να διεξάγονται αγώνες σε πολιτισμένο περιβάλλον -προσωπικά μου είναι αδιάφορο τι κάνουν άλλοι ή τι έχει γίνει στο παρελθόν.
Υπενθυμίζω ότι μερικές μέρες πιο πριν, ο ΠΑΟΚ ήταν αυτός που έφυγε από το «Καραϊσκάκης», πανηγυρίζοντας στο άντρο του… εχθρου την πρόκριση στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας. Επίσης, του επετράπη.
Αυτονόητο παντού, αξιομνημόνευτο εδώ.
Αντιλαμβάνομαι την οργή (κυρίως της παλιάς φρουράς), που νιώθουν ότι προσβλήθηκε η τιμή του συλλόγου, η δική τους οπαδική τιμή, βλέποντας τον Ολυμπιακό να σηκώνει το πρωτάθλημα -ανενόχλητος- μέσα στο άβατο της Τούμπας.