Το δικό του αφιέρωμα για την ημέρα πένθους και μνήμης, για την επέτειο της άλωσης της Πόλης έστειλε ο ΑΣ ΠΑΟΚ, μέσω της επίσημης ιστοσελίδας του.
Άλλωστε, η ιστορική σύνδεση του Δικεφάλου με την Κωνσταντινούπολη είναι γνωστή, μιας και Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη ήταν αυτοί που ίδρυσαν τον σύλλογο.
Το σχετικό αφιέρωμα του ΠΑΟΚ:
Η 29η Μαΐου αποτελεί για την απανταχού Ρωμιοσύνη ημέρα θλίψης και πένθους. Η αναπάντεχη είδηση της Άλωσης της βασιλίδος των πόλεων από τους Οθωμανούς Τούρκους εγχαράχθηκε στο γονιδίωμα των Ελλήνων ως η χειρότερη μέρα στην ιστορία του Γένους. Οι θρήνοι του λαού για την Άλωση αποτυπώνονται διαχρονικά στη δημοτική μας ποίηση, που εκφράζει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη ιστορική πηγή τον αντίκτυπο και τη βαθιά οδύνη που βίωσε και ακόμα βιώνει ένας ολόκληρος λαός, ο οποίος απώλεσε, το 1453, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, την πολιτική του έδρα, την πνευματική του μήτρα και την οικουμενική του ιδεολογία μετά από μία χιλιετία σχεδόν αυτοκρατορικής παρουσίας.
Για τους Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, το φθινόπωρο του 1922, η 29η Μαΐου και ο συμβολισμός της απώλειας της Πόλης του 1453 προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη θλίψη, καθώς ήταν πολύ πρόσφατη η νέα «απώλεια» της δικής τους σύγχρονης Πόλης, της ιδιαίτερης πατρίδας τους, το μέλλον της οποίας, 2 χρόνια πριν, προδιαγραφόταν μάλλον ευοίωνο για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν σύμφωνα με το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Ο πρώτος σύλλογος προσφύγων Κωνσταντινουπολιτών της Ελλάδας, η «Ένωσις Κωνσταντινουπολιτών» (ΕΚ), με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1923 και στο πρώτο Καταστατικό της, ψηφιακό αντίγραφο του οποίου σώζεται στο ιστορικό αρχείο του Π.Α.Ο.Κ., όριζε ότι ένας από τους βασικούς σκοπούς της Ενώσεως ήταν η καταβολή κάθε προσπάθειας για την ταχύτερη επάνοδο των προσφύγων Κωνσταντινουπολιτών στην πατρογονική εστία, την Κωνσταντινούπολη. Αυτό όμως δεν κατέστη εν τέλει δυνατό και πολύ γρήγορα οι Πολίτες που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη αντιλήφθηκαν ότι ο νέος τόπος διαμονής επρόκειτο να έχει μάλλον μόνιμο χαρακτήρα.
Το πρώτο Καταστατικό της Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών αναθεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 1924 και στο νέο Καταστατικό, στο άρθρο 26, ορίζεται η 29η Μαΐου ως ημέρα εορτής του συλλόγου:
Άρθρον 36: «Επέτειος εορτή της Ενώσεως ορίζεται η 29 Μαΐου, καθ’ ην δέον να τελείται μνημόσυνον υπέρ των τελευταίων προμάχων του Βυζαντίου»
Οι ιδρυτές του Π.Α.Ο.Κ. ήταν όλοι βέβαια μέλη αυτού του συλλόγου, της Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών, και όπως όλοι γνωρίζουμε ο ίδιος ο Π.Α.Ο.Κ. ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την ΕΚ από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από τα ιστορικά τεκμήρια που διαθέτει σήμερα ο σύλλογος στο ιστορικό του αρχείο.
Συμμεριζόμενοι απολύτως τα συναισθήματα των ιδρυτών μας και τιμώντας τη μνήμη των τελευταίων υπερασπιστών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παραθέτουμε, εν είδει μνημοσύνου, όπως θα το ήθελαν οι πρόσφυγες ιδρυτές μας, την τελευταία ομιλία που απηύθυνε ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προς τους πολιορκούμενους Κωνσταντινουπολίτες. Ο λόγος αυτός καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1477 από τον Μεγάλο Λογοθέτη Γεώργιο Σφραντζή ή Φραντζή στο έργο του με τίτλο «Χρονικόν».
____________________
Όλοι εσείς, ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι στρατιώτες κι όλος ο πιστός και ακριβός λαός μου, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας σκοπεύει να μας πιέσει πιο δυνατά από πριν, με κάθε πολεμικό τέχνασμα και μηχάνημά του, και θα μας κάμει πόλεμο τρανό με συμπλοκή μεγάλη και σύρραξη από στεριά και θάλασσα με όλα του τα δυνατά, για να χύσει, αν μπορέσει, το φαρμάκι του σα φίδι και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι.
Γι’ αυτό σας λέω και σας παρακινώ να σταθείτε αντρείοι και με γενναία ψυχή, όπως κάνατε πάντα σας ως τώρα ενάντια στους εχθρούς της πίστης μας. Σ’ εσάς εμπιστεύομαι την περίλαμπρη και ξακουσμένη τούτη πόλη και πατρίδα μας και βασιλεύουσα των πόλεων.
Ξέρετε καλά, αδέρφια, πως για τέσσερα πράγματα χρωστούμε να σκοτωθούμε παρά να ζήσουμε:
Πρώτον, για την πίστη και την ευσέβεια μας, δεύτερον για την πατρίδα, τρίτον για το βασιλιά ως νόμιμο κυρίαρχο και τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους μας. Λοιπόν, αδέρφια, αν χρωστάμε για ένα απ’ αυτά τα τέσσερα ν’ αγωνιζόμαστε ως την τελευταία πνοή μας, πολύ περισσότερο για όλα τούτα, αφού το βλέπετε ολοφάνερα πως κινδυνεύουμε να χάσουμε τα πάντα. Αν για τις δικές μου αμαρτίες παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους απίστους, διακινδυνεύουμε την αγία μας πίστη, που μας χάρισε ο Χριστός με το ίδιο του το αίμα, κι αυτή είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Και αν κανένας κερδίσει όλο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του, τι ωφελεί αυτό;
Δεύτερον, θα στερηθούμε πατρίδα τόσο ξακουστή μαζί με την ελευθερία μας.
Τρίτον, χάνουμε τη βασιλεία, που άλλοτε ήταν περίφημη και τώρα ταπεινωμένη κι εξευτελισμένη κι εξουθενωμένη, την παίρνει ο τύραννος και άπιστος.
Τέταρτον, θα στερηθούμε τ’ αγαπημένα μας παιδιά και τους σπιτικούς και συγγενείς μας.
Αυτός ο αλιτήριος ο αμιράς είναι πενήντα εφτά μέρες ώς τα σήμερα που ήρθε και μας απόκλεισε και δεν έπαψε να μας πολιορκεί μέρα και νύχτα με κάθε πολεμικό μέσο και δύναμη. Και με τη βοήθεια του παντεπόπτη Χριστού και Κυρίου μας, πολλές φορές ως τα σήμερα διώχτηκε ντροπιασμένος απ’ το κάστρο μας. Μα και τώρα μην δειλιάσετε, αδέρφια, αν το κάστρο γκρεμίστηκε σ’ ένα μέρος απ’ τη βρονταριά και τα βλήματα των πολιορκητικών μηχανών, γιατί, καθώς βλέπετε, όσο μπορέσαμε το διορθώσαμε ξανά. Εμείς, όλη μας την ελπίδα τη στηρίξαμε στην ακαταμάχητη δόξα του Θεού, ενώ αυτοί στ’ άρματα και στ’ άλογα και στη δύναμη και στον αριθμό.
Εμείς, όμως, βασιζόμαστε στ’ όνομα του Θεού και Σωτήρος μας και κατά δεύτερο λόγο στα χέρια μας και στην παλληκαριά μας, που μας χάρισε η δύναμη η θεϊκή. Ξέρω πως αυτό το αμέτρητο λεφούσι των απίστων θα χιμήξουν απάνω μας, όπως συνηθίζουν, με βάναυσο τρόπο κι έπαρση και θράσος μεγάλο και ορμή, για να μας πιέσουν τόσο λίγοι που είμαστε και να μας ζορίσουν με την έφοδό τους βγάζοντας φωνές μεγάλες κι αμέτρητους αλαλαγμούς, για να μας τρομάξουν.
Τα μπαγλατίσματά τους αυτά τα ξέρετε καλά και δε χρειάζεται να επιμείνω περισσότερο. Μέσα σε λίγο διάστημα θα τα κάμουν αυτά και αμέτρητες πέτρες και άλλα βέλη και βλήματα θα ρίξουν απάνου μας σαν τον άμμο της θάλασσας. Αλλά νομίζω πως δε θα σας κάνουν κακό, γιατί σας κοιτάω και χαίρεται η καρδιά μου και με τέτοιες ελπίδες τρέφω το λογισμό μου, πως αν και είμαστε πολύ λίγοι, ωστόσο είσθε όλοι σας επιδέξιοι και άξιοι και ρωμαλέοι και δυνατοί κι έτοιμοι για κάθε τι.
Να προφυλάσσετε καλά τα κεφάλια με τις ασπίδες σας στη συμπλοκή και στη σύρραξη. Το δεξί χέρι σας, που θα κρατάει το σπαθί, να είναι πάντα προτεταμένο. Οι περικεφαλαίες σας κι οι θώρακες κι οι σιδερένιες αρματωσιές σας έχουν αρκετή αξία μαζί με τον υπόλοιπο οπλισμό σας και στην ώρα της σύγκρουσης θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Τέτοια οι αντίπαλοι μας δε μεταχειρίζονται, ούτε έχουν καθόλου. Επιπλέον, επειδή βρίσκεστε μέσα στο κάστρο προφυλαγμένοι, ενώ αυτοί προχωρούν απροφύλαχτοι και με δυσκολία, γι αυτό, συστρατιώτες μου, φανείτε ετοιμοπόλεμοι, ακλόνητοι και μεγαλόψυχοι με τη βοήθεια του Θεού.
Πάρτε για παράδειγμα τους λίγους ελέφαντες των αρχαίων Καρχηδονίων, πώς κυνήγησαν με τα ξεφωνητά και την εμφάνισή τους τόσο μεγάλο πλήθος των Ρωμαίων. Κι αν τους κυνήγησαν άλογα ζώα, πόσο περισσότερο εσείς, που είστε κύριοι των αλόγων ζώων, ενώ αυτοί που έρχονται να συγκρουστούν μαζί μας είναι σας ν άλογα και ακόμα χειρότεροι. Ρίχνετε καταπάνω τους λόγχες και σπαθιά και δοξάρια και κοντάρια. Και να λογαριάζετε πως κυνηγάτε κοπάδι από αγριογούρουνα, για να καταλάβουν οι άπιστοι πως δεν δίνουν μάχη με άλογα ζώα σαν κι αυτούς, αλλά με κυρίους και αφέντες κι απογόνους Ελλήνων και Ρωμαίων.
Ξέρετε καλά πως ο άπιστος αυτός αμιράς και εχθρός της αγίας μας πίστης, χωρίς καμιά σοβαρή αιτία διάλυσε τις καλές σχέσεις που είχαμε και καταπάτησε τους όρκους τους πολλούς του χωρία να τους λογαριάσει καθόλου, παρά ήρθε ξαφνικά κι έχτισε φρούριο στο στενό του Ασωμάτου, για να μπορεί να μας κάνει κάθε μέρα ζημιά. Έβαλε φωτιά κι αφάνισε τα χωράφια και τα περιβόλια και τα σπίτια μας. Τ’ αδέρφια μας τους Χριστιανούς, όσους βρήκε τους σκότωσε και τους σκλάβωσε. Τη συνθήκη που είχαμε τη διάλυσε.
Με τους Γαλατιανούς, όμως, έπιασε φιλίες κι αυτοί χαίρονται τώρα, μη ξέροντας οι δυστυχισμένοι το μύθο με το παιδί του γεωργού, που έψηνε σαλιγκάρια κι είπε: Ω, ανόητα ζώα και τα λοιπά. Ήρθε, λοιπόν, αδέρφια και μας έκανε αποκλεισμό ανοίγοντας κάθε μέρα το θεόρατο στόμα του και κοιτώντας να βρει κατάλληλη περίσταση για να μας καταπιεί, εμάς και την πόλη τούτη, που έχτισε ο τρισμακάριστος και τρανός βασιλιάς Κωνσταντίνος και την αφιέρωσε και την πρόσφερε στην Πανάγια και Υπεραγία Δέσποινα Θεοτόκο και Αειπαρθένο Μαρία, για να είναι κυρία και βοηθός και σκέπη στην πατρίδα μας και καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, καύχημα σ’ όλους όσους είναι στην Ανατολή.
Κι αυτός ο ασεβέστατος θέλει να κυριέψει την Πόλη, που ήταν άλλοτε ξακουστή και πεντοβολάει σαν τριαντάφυλλο της εξοχής. Αυτήν που σκλάβωσε μια φορά όλη την υφήλιο, μπορώ να πω, αυτός θέλει τώρα να την υποδουλώσει και να επιβάλει ζυγό και σκλαβιά στην βασιλεύουσα των πόλεων. Και τις άγιες εκκλησίες μας, όπου προσκυνούσαμε την Αγία Τριάδα και δοξολογούσαμε την Παναγία και όπου ακούγονταν οι άγγελοι του Θεού να υμνούν το θείο και την ενσάρκωση του Θείου Λόγου, αυτές θέλει τώρα να τις μεταβάλει σε προσκύνημα της βλασφημίας του και του μωρολόγου ψευδοπροφήτη Μωάμεθ και σε στάβλο αλόγων και καμήλων. Βάλτε τα, λοιπόν, αυτά καλά μέσα σας αδέρφια και συμπολεμιστές μου, για να μείνει αιώνια σας η μνήμη και η δόξα και η ελευθερία”.
ΣΩΠΑΣΕ ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΙ ΜΗΝ ΠΟΛΥΔΑΚΡΥΖΕΙΣ…