Μυστική συνταγή για τη νίκη στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει. Ειδικά στα ντέρμπι. Αν κάτι σου δίνει ένα εφόδιο παραπάνω, μία ώθηση για να φτάσεις στο ποθητό αποτέλεσμα – χωρίς φυσικά να το εξασφαλίζει – είναι το πάθος και η θέληση. Η επιθυμία, η λάμψη στα μάτια, η φλόγα στα πόδια. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται.
Ο ΠΑΟΚ απόψε δεν είχε σχεδόν τίποτα από όσα τον έκαναν να επιβάλλεται στον αντίπαλο, όπως στην πλειονότητα των αγώνων του. Δεν είχε την κατοχή της μπάλας, δεν είχε τις τελικές προσπάθειες. Μόλις τέσσερις χρειάστηκε σε ολόκληρο το 90λεπτο για να πετύχει δυο γκολ, έναντι 16 της ΑΕΚ εκ των οποίων ελάχιστες απείλησαν ουσιαστικά.
Στο αμέσως προηγούμενο ντέρμπι στην Τούμπα, κόντρα στον Ολυμπιακό, οι τελικές ήταν 17-6, το αποτέλεσμα 0-0. Στην αμέσως προηγούμενη εντός έδρας γκέλα, με αντίπαλο τον ΟΦΗ, οι τελικές ήταν 17-4, το αποτέλεσμα ξανά 0-0.
Ο Δικέφαλος έβγαλε απόψε άλλες αρετές στο χορτάρι. Δεν ήταν σίγουρα η καλύτερη του εμφάνιση. Ήταν όμως ίσως μία από τις πιο αποφασιστικές. Οι παίκτες του “μάτωναν” σε κάθε φάση, δεν άφησαν καμιά μπάλα χωρίς διεκδίκηση, δεν άφησαν στιγμή τον αντίπαλο να πάρει μια ήρεμη ανάσα.
Έτσι “έσβησαν” αρκετές από τις αδυναμίες που παρουσίασαν. Στον άξονα, στη διαχείριση του ρυθμού, στις κάθετες μπαλιές στην πλάτη της άμυνας, στις αποστάσεις κάποιες φορές. Όσο τα λεπτά περνούσαν, τόσο η αυταπάρνηση γιγαντωνόταν, τόσο η δίψα των παικτών υπερκάλυπτε την όποια ανορθογραφία.
Αυτό βέβαια που υπερκάλυψε όλα τα υπόλοιπα που έγιναν στο ντέρμπι δεν ήταν ούτε το πάθος, ούτε ένταση, ούτε η θέληση. Ούτε καν τα δυο γκολ που σφράγισαν το τελικό αποτέλεσμα.
Κάπου εκεί στο 14ο λεπτό γίναμε μάρτυρες μιας ποδοσφαιρικής έμπνευσης που ίσως ποτέ ξανά δεν έχει καταγραφεί στους αγωνιστικούς χώρους. Το “τι έκανε ρε μ@λάκα” αντηχούσε σε κάθε σπιθαμή των κερκίδων της Τούμπας, προφανώς αντηχούσε μπροστά σε κάθε οθόνη που μετέδιδε την απίθανη ενέργεια του πεσμένου στο έδαφος Γιάννη Κωνσταντέλια.
Μπροστά σε αυτή τη φάση, τίποτα δεν μπορεί να μπει πιο πάνω.