O κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης δέχτηκε ερώτηση για τις ανακοινώσεις του Ολυμπιακού κι εξήγησε για ποιο λόγο αποφασίστηκε να γίνει μόνο το ευρωπαϊκό ματς των Ερυθρολεύκων κεκλεισμένων των θυρών.
«Αντιλαμβανόμαστε την οργή των πραγματικών φιλάθλων, είναι οι μόνοι που δεν φταίνε. Αλλά έχουμε καθήκον να διασφαλίσουμε ότι όσοι πηγαίνουν στα γήπεδα με τους φίλους ή τα παιδιά τους, θα ελέγχονται, θα ξέρουν ποιος κάθεται δίπλα τους κι ότι αν κάποιος παρανομήσει, θα αναγνωριστεί και θα έρθει αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη.
Είναι ευθύνη των ομάδων και των ΠΑΕ να πλοιρούν αυτές τις προδιαγραφές, για να ανοίξουν τα γήπεδα με ασφάλεια. Θεωρούμε ότι όλοι όσοι αγαπούν τον επαγγελματικό αθλητισμό, πρέπει να είμαστε στην ίδια σελίδα. Ο εχθρός είναι η βία», ανέφερε σε σημερινή του τοποθέτηση στην ενημέρωση των δημοσιογράφων ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Σε ερώτηση για την ανακοίνωση του Ολυμπιακού και τις κατηγορίες για “πολίτες δύο κατηγοριών”, απάντησε πως:
«Δεν υπάρχουν πολίτες δύο κατηγοριών ή οπαδοί/φίλαθλοι δεύτερης-κατώτερης κατηγορίας. Μάλιστα αναφέρεστε στην ομάδα την οποία υποστηρίζω. Αντιλαμβάνομαι πλήρως τη στενοχώρια που έχει κάποιος που δεν μπορεί να πάει να δει την ομάδα του. Η απόφαση αυτή δεν είναι μία οριζόντια απόφαση όπως συμβαίνει με τους αγώνες της Super League και του Κυπέλλου.
Είναι μία κατά περίπτωση απόφαση που δίνει η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με κοινή υπουργική απόφαση στους υπουργούς Αναπληρωτή Υπουργό Αθλητισμού και Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, όταν κρίνεται για λόγους ασφαλείας και δημόσιας τάξης πως ένας αγώνας είναι επικίνδυνος να γίνει με θεατές. Η αιτιολογία που δίνεται κυρίως από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αλλά και το υπουργείο Αθλητισμού και νομίζω έχει βάση, έχει να κάνει με όσα συνέβησαν πριν από λίγες εβδομάδες.
Την επίθεση που έκαναν συγκεκριμένοι οπαδοί, όσοι είναι, σίγουρα έχει ομολογήσει ο φυσικός αυτουργός, από μία μερίδα των οργανωμένων οπαδών κατά αστυνομικών. Κρίθηκε λοιπόν ότι λίγες ημέρες μετά, τη στιγμή που ένα νέο παιδί παλεύει για να κρατηθεί στη ζωή, δεν ήταν ασφαλές να γίνει ο αγώνας με θεατές. Αυτό είναι και τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχει καμία στοχοποίηση καμίας ομάδας. Είναι θέμα χρονισμού, λόγων ασφαλείας, μέτρων τάξης και το ξαναλέω δεν υπάρχει καμία στοχοποίηση ή διαχωρισμός μίας ομάδας».
Ενώ στο γιατί αποφασίστηκε να γίνουν κεκλεισμένων των θυρών οι αγώνες κι όχι να κλείσουν οι θύρες των οργανωμένων, είπε:
«Όλα τα εξετάσαμε. Αν υπήρχε η δυνατότητα η πλήρης εξασφάλιση να ελέγχεται ποιος μπαίνει στο γήπεδο με πλήρη ταυτοπροσωπεία, ενδεχομένως αυτό το οποίο προτείνατε, να ήταν εφαρμόσιμο. Δεν λέω πως θα ήταν η επιλογή που θα λάμβανε η Κυβέρνηση. Αυτό δεν είναι επιλογή στην πραγματικότητα ενώ θα μπορούσε να είναι, γιατί πολύ απλά δεν γίνεται έλεγχος ταυτοπροσωπείας με βάση το ονομαστικό εισιτήριο.
Να σας πω ένα παράδειγμα: Κάποιος ο οποίος ήταν σε μία από τις θύρες των οργανωμένων, ενώ έχουν κλείσει, θα είχε τη δυνατότητα να πάει να αγοράσει ένα εισιτήριο κι όχι μόνος του, μαζί με άλλους, για οποιαδήποτε ενέργεια θα ήθελε να κάνει, στις θύρες που θα ήταν ανοικτές.
Άρα, εκεί που ενδεχομένως θα κάναμε μία κίνηση που θα περιόριζε το πρόβλημα, ουσιαστικά θα το μετέθετε, μπορεί και να το διόγκωνε. Γιατί ενώ η πλειοψηφία όσων παρανομούν μπορεί να βρίσκονται σε συγκεκριμένες θύρες, με το κλείσιμο αυτό μπορεί να μετατοπίζονται στις υπόλοιπες θύρες αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου. Ποιο πρόβλημα θα έλυνε; Θα ξεκινούσε χωρίς αυτό το τελεσίγραφο των δύο μηνών η υλοποίηση δύο βασικών όρων για να ανοίξουν τα γήπεδα: η τοποθέτηση καμερών και ο έλεγχος ταυτοπροσωπείας και ηλεκτρονικού εισιτηρίου;
Όχι. Απλά θα βάζαμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Το μόνο θετικό είναι ότι δεν θα την πλήρωναν γι’ αυτούς τους δύο μήνες οι πολλοί φίλαθλοι, όμως μπορεί να την πλήρωναν πιο ακριβά με την εφαρμογή ενός μέτρου που ήταν ημίμετρο.
Έγινε λοιπόν στάθμιση με βάση τα πραγματικά δεδομένα και λήφθηκε μία απόφαση που το ξαναλέω αδικεί τους ανθρώπους που χωρίς καμία ευθύνη αγοράζουν εισιτήρια και στηρίζουν την ομάδα τους, την αγαπάνε και δεν έχουν προκαλέσει ποτέ.
Αλλά νομίζω ότι σε βάθος χρόνου, και μακάρι να αποδειχθούμε στην πράξη, τους προστατεύουμε με το όποιο πολιτικό κόστος αυτής της απόφασης, στην αρχή τουλάχιστον που λαμβάνεται».