Η προετοιμασία του ΠΑΟΚ φτάνει στο τέλος της και πέρα από τις πρώτες ενθαρρυντικές εικόνες του Μαντί Καμαρά και το λογικό «μούδιασμα» από τις κουραστικές προπονήσεις, μάλλον θα είναι απο αυτές που θα ξεχαστούν πολύ γρήγορα.
Το καλοκαίρι είναι σημαντικό για τους προπονητές, αφού όλοι ομονοούν ότι σ´ αυτήν την περίοδο χτίζουν την ταυτότητα της ομάδας τους. Γι’ αυτό όλοι θέλουν όσο το δυνατόν περισσότερους παίκτες απ´αυτούς που θα έχουν στη διάρκεια της σεζόν διαθέσιμους από τον Ιούνιο.
Ο ΠΑΟΚ μέχρι σήμερα έχει καταφέρει αυτό, έχει προσθέσει έναν κομβικό παίκτη στα χαφ του και αν είχε ήδη συμφωνήσει με τον Μεϊτέ που θέλει ο Λουτσέσκου και είχε και τον φορ που προορίζεται για βασικός, θα ήταν η ολοκληρωμένη σχεδόν ομάδα του 2024-25, με μικρές λεπτομέρειες, όχι τόσο μεγάλης σημασίας να λείπουν (ένα αναπληρωματικό αριστερό εξτρέμ για παράδειγμα).
Και το σημαντικότερο; Παρά τις μεγάλες προτάσεις, κράτησε τόσο τον Κωνσταντέλια, όσο και τους Κουλιεράκη-Κοτάρσκι στην ομάδα, πράγμα που για εμένα είναι σημαντικότερο ακόμη και από τις μεταγραφές.
Κι όμως, προσωπικά και μέσα από την εικόνα των φιλικών και μέσα από την ατμόσφαιρα που προκύπτει από τις δηλώσεις των πρωταγωνιστών, νομίζω ότι η φετινή προετοιμασία είναι η πιο… φλατ των τελευταίων πολλών ετών. Χωρίς αυτό να εκτιμώ πως είναι απαραίτητα κακό, ούτε όμως και απαραίτητα καλό, ο Πρωταθλητής δεν φαίνεται να αλλάζει σελίδα προς κάτι διαφορετικό.
Στο καλό σενάριο, η ομάδα και με τις ενισχύσεις όταν έρθουν, θα έχει το ίδιο μέταλλο, την ίδια refuse to lose νοοτροπία, την ίδια αποτελεσματικότητα σε επίθεση και άμυνα, με αυτήν που του χάρισε το πρωτάθλημα, μια θέση στις 8 καλύτερες ομάδες του Conference και κάποια δευτερόλεπτα μακριά από τον τελικό Κυπέλλου. Θα είναι μια ομάδα αναγνωρίσιμη από το στυλ παιχνιδιού της, μια ομάδα Ραζβάν Λουτσέσκου.
Στο κακό όμως σενάριο, η παραμονή όλων και οι ελάχιστες προσθήκες, μπορεί να φέρουν στασιμότητα, που στο ποδόσφαιρο σημαίνει οπισθοχώρηση, έλλειψη φρεσκάδας, κινήτρου και εσωτερικού ανταγωνισμού. Το παράδειγμα της περυσινής Νάπολι τριγυρίζει ως φόβος στο μυαλό μου, τον οποίο απλώς καταγράφω.